-
1 απίτ(ο)υρος
η, ο [ος, ον ] просеянный -
2 απίτ(ο)υρος
η, ο [ος, ον ] просеянный -
3 εθνομάρτυς
(-υρος) ο национальный герой, мученически погибший за родину, нацию -
4 ψευδομαρτυς
-
5 αυτομαρτυς
-
6 επιμαρτυς
-
7 μαρτυς
1) свидетель(ница)(μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.)
2) свидетельство, подтверждение, доказательство, доводμάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. — приводить что-л. в подтверждение
3) засвидетельствовавший своей кровью, т.е. мученик(Στέφανος ὅ μ. NT.)
-
8 ξυμμαρτυς
ξυμμάρτυρας ὔμμ΄ ἐπικτῶμαι Soph. — я беру вас (всех) в свидетели;
σ. εἶναί τινί τινος Plat. — свидетельствовать в пользу кого-л. о чем-л. -
9 συμμαρτυς
ξυμμάρτυρας ὔμμ΄ ἐπικτῶμαι Soph. — я беру вас (всех) в свидетели;
σ. εἶναί τινί τινος Plat. — свидетельствовать в пользу кого-л. о чем-л. -
10 ιερομάρτυρας
[-υς) (-υρος)] ο церк, великомученик -
11 μάρτυρας
[-υς (-υρος)] ο1) свидетель;μάρτυρας κατηγορίας (υπεράσπισης) — свидетель обвинения (защиты);
αυτόπτης μάρτυρας — очевидец;
γίνομαι ακούσιος μάρτυρας — быть невольным свидетелем;
μάρτυρας μονομαχίας — секундант;
2) мученик;αυτή η γυναίκα είναι μάρτυς эта женщина — мученица -
12 μεγαλομάρτυρας
μεγαλομάρτυραςυς (-υρος) ο, η церк. великомучени|к,-ца -
13 οσιομάρτυρας
[-υς (-υρος)] ο, η великомучени|к, -ца -
14 πρωτομάρτυρας
ο, πρωτομάρτυραςυς (-υρος) ο, η1) первый мучени|к, -ца; 2) церк., перен. великомучени|к, -ца -
15 ψευδομάρτυρας
[-υς (-υρος)] ο лжесвидетель -
16 μάρτυς
ὁ μάρτυς, υρος 1. свидетель; 2. христ. мученик «свидетель Христа» (ср. мартиролог - список мучеников)
См. также в других словарях:
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… … Dictionary of Greek
παρθενομάρτυς — υρος, ἡ ΜΑ παρθένος μάρτυς … Dictionary of Greek
προμάρτυρ — υρος, ὁ, Μ (σχετικά με κατάθεση μαρτυρίας) ο προηγούμενος μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάρτυρ, αιολ. και δωρ. τ. τού μάρτυς*] … Dictionary of Greek
προμάρτυς — υρος, ὁ, Α [μάρτυς] (σχετικά με θρησκεία) ο πρωτομάρτυρας … Dictionary of Greek
στυλοπύρ — υρός, τὸ, ΜΑ φωτιά σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + πῦρ] … Dictionary of Greek
συμμάρτυς — υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα 2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»] … Dictionary of Greek
ψίθυρ — υρος, ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «απώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek
λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός … Dictionary of Greek
λαμπυρός — ή, ό λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + επίθημα υρός (πρβλ. γλαφ υρός) με πιθ. επίδραση τών λαμπυρίς, λαμπυρίζω] … Dictionary of Greek
μεγαλομάρτυρας — ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, υρος και μεγαλομάρτυρ, υρος) αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας τής Εκκλησίας … Dictionary of Greek