-
1 подклеить
(υπο)κολλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подклеить
-
2 ast
υπό, (ατρ) κατώτερος -
3 koşullu
υπό ορούς, περιορισμένος -
4 под
под Iпредлог Α. с вин. и твор. п.1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:\под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:\под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):\под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:\под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:\под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.под IIм (печи) ὁ πάτος τής σόμπας. -
5 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
6 Under
adv.P. and V. κάτω, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).Adjectivally, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).The underworld: P. and V. ᾍδης, ὁ, or use P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see under World.From the underworld: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).In the underworld: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).Of the underworld, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.To the underworld: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.——————prep.Of motion under: Ar. and P. ὑπό (acc.).Of rest: P. and V. ὑπό (gen. or dat., but dat. rare in P.).Of subjection: P. and V. ὑπό (dat.).Below: P. and V. ὑπό (gen.), Ar. and P. ὑπένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κάτω (gen.).I am not amenable to the laws under which I was summarily arrested: P. καθʼ οὓς ἀπήχθην οὐκ ἔνοχός εἰμι τοῖς νόμοις (Antipho. 139, 27).Under a name: P. ἐπʼ ὀνόματος.To abide by the name under which he adopted you: P. μένειν ἐφʼ οὗ σὲ ἐποιήσατο ὀνόματος (Dem. 1003).Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις.Under fire, be under fire: use P. and V. βάλλεσθαι (lit., be shot at).Under ground: P. ὑπὸ γῆς, V. ὑπὸ χθονός, κατὰ χθονός, κάτω γῆς, κάτω χθονός, Ar. κατὰ τῆς γῆς (Pl. 238).Under sentence: use condemned.Under way, get under way, v.: P. and V. ἀπαίρειν, αἴρειν (V. in mid.); see set sail.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Under
-
7 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
8 указывать
указыватьнесов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:\указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον. -
9 under-
1) (beneath, as in underline.) υπο-2) (too little, as in underpay.) υπο-3) (lower in rank: the under-manager.) υπο-4) (less in age than: a nursery for under-fives (= children aged four and under).) κάτω από -
10 замечание
-я ουδ.1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•-я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.
|| κατάκριση•я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.
2. είδος τιμωρίας•он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.
3. εποπτεία• παρακολούθηση.εκφρ.брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον. -
11 караул
-а α.1. φρουρά, οι φύλακες•приставить караул εγκατασταίνω φρουρά•
сменить » αλλάζω τη φρουρά•
усилить караул ενισχύω τη φρουρά•
принять караул παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκοντα)•
заступать в караул αναλαβαίνω τα καθήκοντα, της φρουράς.
2. παλ. σκοπιά, φυλάκιο φρουράς.3. ωςεπιφ. βοήθεια!εκφρ.почётный караул – τιμητική φρουρά•быть (стоить) в -е ή на -е – είμαι φρουρά, φρουρώ•взять ή сделать на - – παρουσιάζω όπλα•взять ή посадить под караул – βάζω υπο φρούρηση•быть под -ом – είμαι φρουμούμενος, φρουρούμαι•держить под -ом – κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)•хоть караул кричи – στην ανάγκη φώνωξε «βοήθεια!. -
12 суб...
πρώτο συνθετικό με σημ. υπό... «субтропики». || υπό... (υποδεέστερος) «субинспектор». || υπό... (μη βασικός, μικρότερης σημασίας) «субпериод», «субмикроскопический». -
13 Through
prep.P. and V. διά (gen.).Owing to: P. and V. διά (acc.).With states of feeling: P. and V. ὑπό (gen.).All join forces through fear: P. πάντα... ὑπὸ δεοὺς συνίσταται (Thuc. 6, 33).Through anger: V. ὀργῆς ὕπο (Eur., I. A. 335).Throughout, of place P. and V. διά (gen.), κατά (acc.), ἀνά (acc.) (Thuc. 4, 72, Dem. 1277, but rare P.).Of time: P. and V. διά (gen.).Right through: V. διαμπερές (gen.), διαμπάξ (gen.).——————adv.Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἀντίκρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).Through and through, completely: P. and V. παντελῶς, πάντως, διὰ τέλους, V. διαμπάξ.Carry through, v.: see Accomplish.Fall through, fail: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.Go through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.); see under Go.met., see Endure.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Through
-
14 Underneath
adv.——————prep.Of rest: P. and V. ὑπό (gen. or dat. but dat. rare in P.).Of motion: Ar. and P. ὑπό (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Underneath
-
15 выпрессовка
η εξαγωγή υπό πίεση/με πρέσαη εξάρμωση υπό πίεση/με πρέσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпрессовка
-
16 заводнение
(нефтяных месторождений) η παροχή νερού υπό πίεση (για την άντληση πετρελαίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводнение
-
17 запрессовывать
1. (вдавливать внутрь) (προσ)αρμόζω/πρεσάρω μέσα υπό πίεση 2. (вдавливать снаружи) πιέζω/πρεσάρω εσωτερικώς 3. (устанавливать с тугой посадкой) (προσ)αρμόζω σφιχτά (υπό πίεση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрессовывать
-
18 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
19 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
20 пересекать
1. (переходить через что-л. поперёк) διασχίζω. - улицу - το δρόμο 2. (пройти по поверхности чего-л. от одного края к другому) τέμνω, διασχίζω 3. (преграждать дорогу) εμποδίζω, κόβω το δρόμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересекать
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)