Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υπόβλητος

См. также в других словарях:

  • ὑπόβλητος — put in another s place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόβλητος — η, ο / ὑπόβλητος, ον, ΝΑ, και ὑποβλητός, όν, Α [υποβάλλω] μη γνήσιος, πλαστός, ψεύτικος νεοελλ. αυτός που γίνεται με την έμπνευση ή την εισήγηση άλλου, ο οποίος ενεργεί ως υποβολέας, υποβολιμαίος («υπόβλητη μαρτυρία») αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ὑποβλήτως — ὑπόβλητος put in another s place adverbial ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόβλητον — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc sg ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc sg ὑποβάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήτοις — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήτους — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόβλητα — ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβλητικός — ή, ό, Ν αυτός που ασκεί υποβολή, που εμπνέει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, ιδίως υψηλό (α. «υποβλητική μουσική» β. «υποβλητική ατμόσφαιρα»). επίρρ... υποβλητικώς και υποβλητικά Ν με υποβλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβλητός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»