-
1 υποβλητος
21) поддельный, притворный, неискренный(λόγος, στόμα Soph.)
2) подставной -
2 υποβλητός
η, ό[ν]1) внушаемый, поддающийся внушению; 2) см. υπόβλητος -
3 υπόβλητος
ος, ον1) поддельный, подложный, фальшивый; подменённый (о ребёнке); 2) совершённый по наущению, подсказке; внушённый, чужой (о мыслях и т. п.) -
4 υποβολιμαίος
См. также в других словарях:
ὑπόβλητος — put in another s place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβλητος — η, ο / ὑπόβλητος, ον, ΝΑ, και ὑποβλητός, όν, Α [υποβάλλω] μη γνήσιος, πλαστός, ψεύτικος νεοελλ. αυτός που γίνεται με την έμπνευση ή την εισήγηση άλλου, ο οποίος ενεργεί ως υποβολέας, υποβολιμαίος («υπόβλητη μαρτυρία») αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
ὑποβλήτως — ὑπόβλητος put in another s place adverbial ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόβλητον — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc sg ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc sg ὑποβάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβλήτοις — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβλήτους — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόβλητα — ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβλητικός — ή, ό, Ν αυτός που ασκεί υποβολή, που εμπνέει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, ιδίως υψηλό (α. «υποβλητική μουσική» β. «υποβλητική ατμόσφαιρα»). επίρρ... υποβλητικώς και υποβλητικά Ν με υποβλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβλητός. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek