-
1 astreindre
υποχρεώνω -
2 nutit
υποχρεώνω -
3 oblige
υποχρεώνω -
4 zmuszać
υποχρεώνω -
5 обязать
υποχρεώνω, αναγκάζω, επιβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязать
-
6 вынудить
вынудить, вынуждать (εξ)α ναγκάζω, υποχρεώνω, βιάζω я вынужден... είμαι αναγκασ μένος...* * *= вынуждать(εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω, βιάζωя вы́нужден... — είμαι αναγκασμένος...
-
7 заставить
заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε* * *= заставлятьαναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
-
8 обязанность
обязанность ж η υποχρέωση· το καθήκον (долг)' возложить \обязанностьи υποχρεώνω· брать на себя \обязанность αναλαβαίνω την υποχρέωση* * *жη υποχρέωση; το καθήκον ( долг)возложи́ть обя́занности — υποχρεώνω
брать на себя́ обя́занность — αναλαβαίνω την υποχρέωση
-
9 обязать
-
10 обязать
обязатьсов, обязывать несов в разн. знач. ὑποχρεώνω, ἐπιβάλλω:\обязать кого-л. выехать ὑποχρεώνω κάποιον νά φύγει· это меня ни к чему́ не обязывает αὐτό δέν μέ ὑποχρεώνει σέ τίποτε. -
11 oblige
1) (to force to do something: She was obliged to go; The police obliged him to leave.) υποχρεώνω2) (to do (someone) a favour or service: Could you oblige me by carrying this, please?) υποχρεώνω,εξυπηρετώ•- obligatory
- obligatorily
- obliging
- obligingly -
12 заставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. καταλαμβάνω, πιάνω χώρο.2. φράζω, κλείνω, εμποδίζω.3. βάζω, τοποθετώ τα πράγματα όπου λάχει.(δια)χωρίζομαι•заставить ширмой χωρίζομαι με παραβάν.
|| (για χώρο) καταλαμβάνομαι, πιάνομαι.-влю, -вишьρ.σ.(εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω•заставить работать υποχρεώνω να δουλεύει•
он не -ит адать себя αυτός δεν αργεί, κάνει γρήγορα•
он не -ит просить себя αυτός δεν ρωτά τον εαυτό του, εκτελεί πρόθυμα•
он -ил вдать себя, просить себя αυτός τον υποχρέωσε να περιμένει, να παρακαλέσει.
-
13 принудить
-нулу, -нудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω με το ζόρι, με το στανιό•меня -ли это сделать με εξανάγκασαν να το κάνω αυτό•
принудить силой υποχρεώνω με τη β ία•
его -ли к молчанию τον υποχρέωσαν να το βουλώσει, να βουβαθεί (να σιγήσει).
-
14 возвратить
1. (отдать обратно, вернуть в исходное положение) αποδίδω, επιστρέφωγυρίζω πίσω, επαναφέρω2. (вновь обрести) (επ)ανακτώ 3. (заставить вернуться) γυρίζω, υποχρεώνω σε επιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвратить
-
15 принуждать
(εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω, καταναγκάζω, επιβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принуждать
-
16 бок
бокм1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον. -
17 вынудить
вынудитьсов, вынуждать несов ἐξαναγκάζω, καταναγκάζω, ἀναγκάζω, ὑποχρεώνω. -
18 заставлять
заставлять Iнесов (принуждать) ὑποχρεώνω κάποιον νά.../ (κατ)αναγκάζω (обязывать):он не \заставлятьет себя долго ждать Ερχεται στήν ὠρα του· ◊ все это \заставлятьет думать, что... ὅλα δείχνουν δτι...заставлять IIнесов1. (загромождать) παραφορτώνω, στοιβάζω·2. (загораживать) φράζω, βουλώνω, φράττω, ἐμφράσσω. -
19 обязанностъ
обязанн||остъж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης. -
20 одолжить
одолжитьсов1. см. одалживать·2. (обязывать, оказав услугу) уст. ὑποχρεώνω.
См. также в других словарях:
υποχρεώνω — υποχρεώνω, υποχρέωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποχρεώνω — και λόγιος τ. υποχρεώ, όω, Ν 1. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («τόν υποχρέωσε να φύγει») 2. επιβάλλω («ο νόμος μάς υποχρεώνει να πληρώσουμε αποζημίωση») 3. κάνω κάποιον να θεωρήσει ότι οφείλει χάρη, προκαλώ το συναίσθημα τής ευγνωμοσύνης («η… … Dictionary of Greek
υποχρεώνω — υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος 1. κάνω κάποιον υπόχρεο (βλ. λ.) να πράξει, τον αναγκάζω. 2. επιβάλλω σε κάποιον κάτι. 3. κάνω κάποιον να αισθάνεται ευγνωμοσύνη σ’ εμένα: Με υποχρεώσατε με την εξυπηρέτηση. 4. η μτχ. παθ. πρκ., υποχρεωμένος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυποχρεώνω — (επιτατ. τού υποχρεώνω) υποχρεώνω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, καταϋποχρεώνω κάποιον προσφέροντας μεγάλη εκδούλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο χρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποχρεώ, μαρτυρείται από το 1829 στον Κωνσταντίνο Κυρ. Αριστεία] … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] … Dictionary of Greek
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
απαναγκάζω — ἀπαναγκάζω (Α) εξαναγκάζω, υποχρεώνω … Dictionary of Greek
δεκατεύω — (AM δεκατεύω) [δεκάτη] 1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών 2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην» αρχ. 1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει… … Dictionary of Greek
διακόπτω — (AM διακόπτω) 1. κόβω κάτι σε δύο μέρη, λύω τη συνέχεια ή τη συνάφεια 2. αναστέλλω, σταματώ, προκαλώ προσωρινή ή διαρκή παύση νεοελλ. αντιλέγω και υποχρεώνω ομιλητή να σταματήσει αρχ. 1. διασπώ τις γραμμές τού εχθρού ή περνώ μέσα από τις τάξεις… … Dictionary of Greek
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek