Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

υποχρεωτική

  • 1 εκπαίδευση

    [-ις (-εως)] η
    1) воспитание; 2) обучение, образование; подготовка;

    κατωτέρα (στοιχειώδης) εκπαίδευση — начальное образование;

    ανωτέρα (μέση) εκπαίδευση — высшее (среднее) образование;

    η δωρεάν εκπαίδευση — бесплатное образование;

    επταετής (δεκαετής) εκπαίδευση — семилетнее (десятилетнее) обучение;

    μικτή εκπαίδ — совместное обучение;

    γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение;

    επαγγελματική τεχνική εκπαίδευση — профессионально-техническое обучение;

    δημοσία ( — или λαϊκή) εκπαίδ — народное образование;

    εκπαίδευση με αλληλογραφία — заочное обучение;

    3) воен, боевая подготовка;

    στρατιωτική εκπαίδευση — военная подготовка;

    Κέντρο εκπαίδεύσεως νεοσύλλεκτων — центр военной подготовки новобранцев

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπαίδευση

  • 2 θητεία

    η
    1) срок военной службы, военная служба;

    υπηρετώ τη θητείαθητεία μου — отслужить срок военной службы;

    υποχρεωτική θητεία — военная повинность;

    2)- пребывание в какой-л. должности; срок, время службы;

    η θητεία τού Προέδρου της Δημοκρατίας — пребывание на посту президента республики

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θητεία

  • 3 τυγχάνω

    (αόρ. ετυχον) 1. μετ. (με γεν.) добиваться; заслуживать; получать;
    έτυχε συγγνώμης он заслужил прощение; 2. αμετ. 1) быть, являться;

    τυγχάνει πλήρως υποχρεωτική — быть совершенно обязательным;

    τυγχάνει φίλος μου — он мой друг;

    2) оказываться, случайно находиться;
    όσοι έτυχον παρόντες все, кто оказались там; 3) απρόσ. случаться; έτυχε να απουσιάζω την ημέραν εκείνην случилось так, что я отсутствовал в тот день; § εική και ως ετυχε наобум, на авось, наудачу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τυγχάνω

  • 4 υποχρεωτικός

    η, ό[ν]
    1) обязательный;

    η γενική υποχρεωτική εκπαίδευση — всеобщее обязательное обучение, образование;

    2) вынужденный;
    3) обязательный; услужливый, любезный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποχρεωτικός

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»