Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υποχρεωμένος

  • 1 обязанный

    обязанный υποχρεωμένος вы \обязанныйы это сделать είστε υποχρεωμένος (или πρέπει) να το κάνετε
    * * *

    обя́заны э́то сде́лать — είστε υποχρεωμένος ( или πρέπει) να το κάνετε

    Русско-греческий словарь > обязанный

  • 2 обязанный

    обязанн||ый
    прил
    1. ὑποχρεωμένος:
    считать себя \обязанныйым ἔχω ὑποχρέωση, θεωρώ τόν ἐαυτό μου ὑποχρεωμένο·
    2. (признательный) ὑπόχρεος, ὑποχρεωμένος:
    быть \обязанныйым кому-л. εἶμαι ὑπόχρεος (или ὑποχρεωμένος) σέ κάποιον я вам очень обязан σᾶς εἶμαι πολύ ὑπόχρεος.

    Русско-новогреческий словарь > обязанный

  • 3 должен

    должен предик. 1) (обязан) είμαι υποχρεωμένος να... я\должен это сделать αυτό πρέπει να το κάνω я вам \должен сказать πρέπει να σας πω 2) (деньги и т. п.): он мне \должен μου χρωστά
    * * *
    предик.
    1) ( обязан) είμαι υποχρεωμένος να…

    я до́лжен э́то сде́лать — αυτό πρέπει να το κάνω

    я вам до́лжен сказа́ть — πρέπει να σας πω

    2) (деньги и т.п.)

    он мне до́лжен— μου χρωστά

    Русско-греческий словарь > должен

  • 4 обязанный

    επ., βρ: -зан, -а, -о
    υποχρεωμένος• υπόχρεος•

    я -зан помочь ему είμαι υποχρεωμένος να τον βοηθήσω•

    считить себя -ым θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο•

    я -зан сказать правду οφείλω να πω την αλήθεια•

    я вам очень -зан σας είμαι πολύ υπόχρεος.

    Большой русско-греческий словарь > обязанный

  • 5 повинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -винно;
    1. ένοχος• φταίχτης• υπαίτιος•

    я ни в чём не -винен δε φταίω σε τίποτε.

    2. παλ. παραδεχόμενος (την ενοχή, το σφάλμα).
    3. παλ. υποχρεωμένος υπόχρεος•

    каждый гражданин -винен защищать своё отечество κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υπερασπίζει την πατρίδα του.

    εκφρ.
    принести -ую, прийти с -ой (головой) – έρχομαιμε σκυμμένο το κεφάλι (παραδέχομαι την ενοχή μου» το σφάλμα μου).

    Большой русско-греческий словарь > повинный

  • 6 должен

    должен
    предик безл
    1. перевод, личными формами от глаг. ὁφείλω, χρ(ε)ωστω:
    сколько я тебе \должен? πόσα σοῦ χρ(ε)ωστῶ;·
    2. (быть обязанным сделать что-л.) ὁφείλω, πρέπει, εἶμαι ὑποχρεωμένος:
    я \должен быть до́ма ὁφείλω νά εἶμαι στό σπίτι· я \должен послать телеграмму πρέπει νά στέλνω τηλεγράφημα· он \должен скоро прийти ὅπου νἄναι ἔρχεται.

    Русско-новогреческий словарь > должен

  • 7 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 8 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 9 должен

    -жна, -жно (χρησιμοποιείται σαν κατηγ. με το ρ. быть ή και χωρίς αυτό)•
    1. οφείλω, χρεωστώ•

    я должен вам пять рублей εγώ σας χρωστώ πέντε ρούβλια.

    2. είμαι υποχρεωμένος, πρέπει•

    он должен скоро вернуться αυτός πρέπει να γυρίσει (επιστρέψει) γρήγορα.

    || είμαι ανακασμένος, αναγκάζομαι.
    εκφρ.
    должно ή должно быть – μπορεί, μπορεί να είναι, πιθανόν, είναι πιθανόν, όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•
    должен статьсяβλ. должно быть; должно полагать πρέπει να υποθέσομε• βλ. και•
    должно быть.

    Большой русско-греческий словарь > должен

  • 10 долженствовать

    -ствую, долженствовать ствуешь
    ρ.δ.
    παλ. οφείλω, είμαι υποχρεωμένος•, πρέπω (απρόσ.), επιβάλλομαι (απρόσ.).

    Большой русско-греческий словарь > долженствовать

  • 11 должник

    α. -ца, -ы θ., χρεώστης, οφειλέτης, χρεοφειλέτης. || μτφ., υπόχρεος, υποχρεωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > должник

  • 12 должный

    επ.
    που πρέπει, που αρμόζει, πρεπούμενος, οφειλόμενος•

    оказывать -ое уважение δείχνω τον οφειλόμενο σεβασμό•

    ответить -ым образом απαντώ όπως αρμόζει•

    с -ым вниманием με την πρέπουσα προσοχή.

    || υποχρεωμένος, αναγκασμένος.
    -ое ουσ. ουδ. το δέ• ον, το πρέπον, το αναγκαίον•

    отдать должный αποδίδω το δίκαιο, δικαιώνω•

    воздать должный αποδίδω (προσφέρω) αυτό που πρέπει.

    Большой русско-греческий словарь > должный

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ραγιάς — Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό… …   Dictionary of Greek

  • υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • υποχρεώνω — υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος 1. κάνω κάποιον υπόχρεο (βλ. λ.) να πράξει, τον αναγκάζω. 2. επιβάλλω σε κάποιον κάτι. 3. κάνω κάποιον να αισθάνεται ευγνωμοσύνη σ’ εμένα: Με υποχρεώσατε με την εξυπηρέτηση. 4. η μτχ. παθ. πρκ., υποχρεωμένος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»