-
61 измучить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. || εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω•непосильная работа -ла меня η βαριά δουλειά με τσάκισε.
υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι. || εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω. -
62 испытывать
-
63 исхолодаться
ρ.σ. υποφέρω, περνώ κρύο•партизаны изголодались и -лись οι αντάρτες πέρασαν πείνα και κρύο.
-
64 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
65 мочь
мочь 1могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущийρ.δ.1. μπορώ, δύναμαι•не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•
не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•
он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•
не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•
терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.
2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...
εκφρ.-жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•не моги – (απλ.) μη τολμάς•как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;мочь 2-и θ. (απλ.) δύναμη•кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•
бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•
что есть -и μ όση δύναμη έχω•
- и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.
-
66 набрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа-оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.
2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•набрать воды παίρνω νερό.
|| δέχομαι•набрать заказов παίρνω παραγγελίες.
3. προσλαμβάνω•набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.
|| στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•набрать армию συγκροτώ στρατό•
труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•
набрать отряд συγκροτώ τμήμα.
4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.
|| επαυξαίνω•набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.
(τυπγρ.) στοιχειοθετώ.1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•набрать сил παίρνω δύναμη•
набрать смелость παίρνω θάρρος•
набрать терпение κάνω υπομονή.
3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).
|| δοκιμάζω, υποφέρω.4. εξευρίσκω•где мне деньги набрать που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα.
5. μεθώ, κουτσοπίνω.εκφρ.набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό. -
67 наплакать
-ачу, -алешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наплаканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.1. πρήζομαι, ή κοκκινίζω από το κλάψιμο•у сестры глаза -ы τα μάτια της αδερφής είναι κλαμένα.
2. χύνω δάκρυα.εκφρ.кот -ал – πολΰ λίγο, ελάχιστα, όσο κατουρά η κότα.1. κλαίω πολύ.2. υποφέρω, κλαίω, θλίβομαι, έχω τραβήγματα. -
68 напринимать
ρ.σ.μ. παίρνω, δέχομαι --учеников παίρνω πολλούς μαθητές.παίρνω πολύ•напринимать лекарства παίρνω πολλά φάρμακα.
|| περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω (πολλά)•напринимать горя δοκιμάζω πολλά φαρμάκια, πίκρες.
-
69 натерпеться
-ерплюсь, -рпишьсяρ.σ. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ πολλά• κακοπαθαίνω•натерпеться горя δοκιμάζω πολλές πίκρες (φαρμάκια)•
страха περνώ μεγάλο φόβο•
ну и -лся я с ним υπέφερα πολλά εγώ απ αυτόν.
-
70 нахлебаться
ρ.σ. (απλ.)1. ρουφώ, καταπίνω, καταβροχθίζω τρώγω πολύ.2. μτφ. περνώ, υποφέρω, δοκιμάζω κακό:. -
71 нахолодаться
ρ.σ. κρυώνω, ξεπαγιάζω, υποφέρω από το κρύο, -
72 нести
несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. несяρ.σ.1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•-мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.
|| μτφ. επωμίζομαι•нести отвтственность φέρω ευθύνη.
|| εκτελώ εκπληρώνω•нести службу εκτελώ υπηρεσία•
нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.
|| μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.
3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•-ст чесноком μυρίζει σκόρδο•
от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.
|| φυσώ, πνέω•с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•
-т с окна φυσάει από το παραθύρι.
|| μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•
нести потери υφίσταμαι απώλειες•
нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.
5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.6. επιφέρω•нести смерть επιφέρω τον θάνατο.
7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.8. γεννώ (αυγά)•курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.
9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.
εκφρ.высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες. -
73 нужда
-ы, πλθ. нужды θ.1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •
2. ανάγκη, χρεία•без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•
у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•
испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•
для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.
3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.εκφρ.- ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•- ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται. -
74 огонь
огня α.1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•развести огонь ανάβω φωτιά•
сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•
греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.
|| μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.
|| μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.2. φως•зажечь огонь ανάβω το φως•
погасить огонь σβήνω το φως•
светит огонь φέγγει το φως.
|| πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.
3. (στρατ.) πυρ•огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•
прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•
перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•
сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•
заградительный огонь φραγμός πυρών•
артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•
шквильный огонь καταιγισμός πυρών•
греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•
линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).
εκφρ.в -е:α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•β) στη μάχη•в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•- м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά. -
75 отжить
-живу, -жившь, παρλθ. χρ. отжил, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отживший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отжитый, βρ: -жит, -а, -о; ρ.σ.1. ζω πολλά χρόνια, μακροημερεύω. || (μετις λ: своё, свой век, своё время) ζω τη ζωή μου, τον καιρό μου, τα χρόνια μου. || μτφ. σβήνω, χάνομαι, εξασθενίζω.2. παλαιώνω, τα τρώγω τα ψωμιά μου.3. ζω, περνώ, διάγω (ζωή).4. παλ. δοκιμάζω, υποφέρω στη ζωή.5. (διαλκ.) συνέρχομαι, επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω. -
76 отмаяться
-аюсь, -аешься ρ.σ. (απλ.) παύω να βασανίζομαι, να υποφέρω. -
77 отстрадать
ρ.σ. παύω να βασανίζομαι, να υποφέρω. -
78 парить
парить 1ρ.δ.1. μαγειρεύω, βράζω με τον αχνό.2. μ. μαλακύνω καθαρίζω με τον ατμό, ζεματίζω, κλιβανίζω.3. ελαφροχτυπώ το σώμα με βρεγμένη ζεστή σκουπίτσα.4. (για τον ήλιο)• καίω δυνατά•- ит (απρόσ.) κάνει ανυπόφορη ζέστη.
5. αμ. αχνίζω.1. βράζω με τον αχνό.2. μαλακύνομαι• καθαρίζομαι με τον ατμό ζεματίζομαι, κλιβανίζομαι,3. ατμολουτροκαθαρίζομαι.4. υποφέρω (λιώνω) απο τον καύσωνα. || μτφ. κοπιάζω πολύ.парить 2ρ.δ.μ. αφήνω χέρσο, σε αγρανάπαυση.парить 3ρ.δ.1. πετώ, αιωρούμαι, πλανιέμαι στον αέρα διασχίζω τον αέρα.2. μτφ. τείνω προς το ανώτερο (για σκέψεις, ιδέες, αισθήματα). -
79 переварить
-ари, -аришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξαναβράζω.2. παραβράζω.3. αφομοιώνω, χωνεύω.4. μτφ. ανέχομαι, υποφέρω, υπομένω.1. παραβράζω•мясо -лось το κρέας παράβρασε.
2. αφομοιώνομαι, χωνεύω•пища -лась η τροφήχώνεψε, χωνεύτηκε.
-
80 переживать
ρ.δ.1. βλ. пережить (2, 3, 4 σημ.).2. ταράσσομαι, ανησυχώ, αγωνιώ υποφέρω ψυχικά, συγκινούμαι.αγωνιώ, συγκινούμαι.
См. также в других словарях:
υποφέρω — υποφέρω, υπέφερα (σπάν. υπόφερα) βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: υποφέρω : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής, σε εκφρ. όπως: δεν υποψέρεται (→ δεν μπορεί να το αντέξει κανείς) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποφέρω — και υποφέρνω υπόφερα και υπέφερα 1. μτβ., ανέχομαι, αντέχω: Δε σε υποφέρω πια. 2. δοκιμάζω, τραβώ, υπομένω: Τι υποφέρει απ τη γυναίκα του! 3. αμτβ., πάσχω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Πόσο υποφέραμε στη Κατοχή δε λέγεται. 4. νοσώ: Υποφέρει από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποφέρω — carry away under pres subj act 1st sg ὑποφέρω carry away under pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… … Dictionary of Greek
ὑποφέρεσθε — ὑποφέρω carry away under pres imperat mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd pl ὑποφέρω carry away under imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφέρῃ — ὑποφέρω carry away under pres subj mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres ind mp 2nd sg ὑποφέρω carry away under pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενεγκάντων — ὑποφέρω carry away under aor part act masc/neut gen pl ὑποφέρω carry away under aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενεχθέντα — ὑποφέρω carry away under aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποφέρω carry away under aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνεγμένον — ὑποφέρω carry away under perf part mp masc acc sg ὑποφέρω carry away under perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνεγμένων — ὑποφέρω carry away under perf part mp fem gen pl ὑποφέρω carry away under perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενηνέγμεθα — ὑποφέρω carry away under perf ind mp 1st pl ὑποφέρω carry away under plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)