Перевод: с греческого на турецкий

с турецкого на греческий

υπουργείο(ν)

См. также в других словарях:

  • υπουργείο — το 1. το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών ορισμένου κλάδου που υπάγονται στην εξουσία ενός υπουργού: Υπουργείο Εξωτερικών. 2. το σύνολο των υπουργών, που μαζί με τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση της χώρας: Υπουργείο Πλαστήρα. 3. το σύνολο των …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπουργείο — το, Ν 1. το σύνολο τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («υπουργείο εθνικής οικονομίας») 2. το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού 3. το κτήριο, στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Ministry of Development, Competitiveness and Shipping (Greece) — The Ministry of Development, Competitiveness and Shipping (Greek: Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας) of Greece was created in October 2009 as the Ministry of the Economy, Competitiveness and Shipping (Υπουργείο Οικονομίας,… …   Wikipedia

  • Thassos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Thásos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Thássos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Ministry of Maritime Affairs, Islands and Fisheries (Greece) — The building of the Ministry of Maritime Commerce in Piraeus harbor, Greece The Ministry for Maritime Affairs, Islands and Fisheries of Greece (Greek: Υπουργείο Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας) resulted from the merger of the Ministry for… …   Wikipedia

  • General Secretariat for Macedonia and Thrace — Γενική Γραμματεία Μακεδονίας Θράκης …   Wikipedia

  • Polichnítos — 39° 04′ 44″ N 26° 10′ 52″ E / 39.079, 26.181 …   Wikipédia en Français

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»