Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υπουργείο(ν)

  • 1 υπουργείο(ν)

    τό
    1) министерство;

    υπουργείο(ν) των εξωτερικών (εσωτερικών) — министерство иностранных (внутренних) дел;

    υπουργείο(ν) παιδείας — министерство просвещения;

    2) правительство;

    йχρουν ( — или υπηρεσιακών) υπουργείο(ν)служебное правительство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπουργείο(ν)

  • 2 υπουργείο(ν)

    τό
    1) министерство;

    υπουργείο(ν) των εξωτερικών (εσωτερικών) — министерство иностранных (внутренних) дел;

    υπουργείο(ν) παιδείας — министерство просвещения;

    2) правительство;

    йχρουν ( — или υπηρεσιακών) υπουργείο(ν)служебное правительство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπουργείο(ν)

  • 3 υπουργείο

    [ипургио] ουσ ο министерство.

    Эллино-русский словарь > υπουργείο

  • 4 υπουργείο

    bakanlık

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > υπουργείο

  • 5 υπουργείο

    ministère

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > υπουργείο

  • 6 υπουργείο

    ministerstwo (n) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > υπουργείο

  • 7 υπουργείο

    ministerstvo

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > υπουργείο

  • 8 υπουργείο

    ministry

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπουργείο

  • 9 ανοιχτός

    η, ό
    1) прям., перен. открытый;

    τα καταστήματα σήμερα είναι ανοιχτά — сегодня все магазины открыты;

    ανοιχτός λογαριασμός — текущий счёт;

    2) светлый (о цвете);
    3) распустившийся (о цветах); 4) незаживший, открытый (о ране); 5) открытый; широкий (о местности);

    ανοιχτή θάλασσα — открытое море;

    6) откровенный, искренний, прямой;
    7) щедрый; 8) открытый, гостеприимный;

    ανοιχτό σπίτι — открытый дом;

    9) задолжавший;

    § ανοιχτός γιακάς — отложной воротничок;

    παίζω μ' ανοιχτά χαρτιά — играть в открытую;

    μένω με το στόμα ανοιχτό — раскрыть рот от удивления;

    ήρθε μ· ανοιχτό κεφάλι — пришёл с раскроенным черепом;

    όσο 2χω τα μάτια μου ανοιχτά — пока я жив;

    έχει τα μάτια του ανοιχτά — у него ушки на макушке;

    τό υπουργείο σήμερα είναι ανοιχτό — в министерстве сегодня приёмный день;

    στ' ανοιχτά — в открытом море

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανοιχτός

  • 10 δικαιοσύνη

    η
    1) справедливость;

    αποδίδω δικαιοσύνη — отдать справедливость;

    εν δικαιοσύνη — справедливо, по справедливости;

    2) правосудие;

    απονέμω δικαιοσύνη — отправлять правосудие;

    3) юстиция; суд;

    υπουργείο δικαιοσύνης — министерство юстиции;

    ποινική (πολιτική) δικαιοσύνη — уголовный (гражданский) суд;

    παραπέμπω στη δικαιοσύνη — отдать под суд;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιοσύνη

  • 11 εκκλησιαστικές

    ή, ό[ν] церковный;

    τα εκκλησιαστικέςά — церковные дела;

    εκκλησιαστικέςά βιβλία — церковные книги;

    υπουργείο των εκκλησιαστικέςων — министерство по делам церкви

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκκλησιαστικές

  • 12 εξωτερικός

    η, ό[ν]
    1) внешний, наружный;

    εξωτερική τσέπη;

    наружный карман;

    εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;

    εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;

    εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;

    εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;

    τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;

    εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;

    2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;

    εξωτερική αγορά — внешний рынок;

    εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;

    εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;

    υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;

    3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;

    εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;

    4) перен. внешний, поверхностный;

    § εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;

    ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;

    δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;

    ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;

    τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;

    τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξωτερικός

  • 13 θρήσκευμα

    το вероисповедание; религия, религиозный культ;
    υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων министерство просвещения и религиозных культов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θρήσκευμα

  • 14 ναυτιλία

    η
    1) мореплавание, морское судоходство; кораблевождение; 2) торговый флот;

    υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας — министерство торгового флота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ναυτιλία

  • 15 οικονομικά

    τα
    1) экономическое положение, финансовые дела;

    τα δημόσια οικονομικά — или τα οικονομικά τού κράτους — финансы, финансовое хозяйство;

    υπουργείο οικονομικών — министерство финансов;

    τα οικονομικά δεν επιτρέπουν... — финансы не позволяют...;

    2) экономика (наука);

    σπουδάζω οικονομικά — изучить экономику, экономические науки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οικονομικά

  • 16 παιδεία

    η
    1) просвещение;

    η λαϊκή παιδεία — народное просвещение;

    Υπουργείο Παιδείας министерство просвещения;
    2) образование; воспитание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιδεία

  • 17 πρόνοια

    η забота, попечение;

    κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;

    Υπουργείο Προνοίας министерство социального обеспечения;

    λαμβάνω πρόνοιαν — позаботиться;

    § θεία πρόνοια релпровидение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόνοια

  • 18 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 19 συγκοινωνία

    η сообщение; связь; коммуникация; транспорт;

    ταχτική συγκοινωνία — регулярное сообщение;

    αεροπορική (σιδηροδρομική) συγκοινωνία — воздушное (железнодорожное) сообщение, воздушный (железнодорожный) транспорт;

    αστική (θαλάσσια) συγκοινωνίαгородской (водный или морской) транспорт;

    ταχυδρομική (τηλεφωνική) συγκοινωνία — почтовая (телефонная) связь;

    συγκοινωνία αγγείων — сообщение сосудов;

    συγκοινωνία δωματίων — анфилада комнат;

    μέσα συγκοινωνίας — а) средства сообщения, коммуникации; — транспорт; — б) средства связи;

    διακόπτω τη συγκοινωνία — перерезать коммуникации;

    Υπουργείο Συγκοινωνίας министерство путей сообщения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκοινωνία

  • 20 υπάγω

    (αόρ. υπήγαγον, παθ. αόρ. υπήχθην) 1. μετ. причислять, относить (что-л, к чему-л.);
    2. αμετ. уст. идти, отправляться, направляться;

    υπάγομαι — относиться, принадлежать (к чему-л.); — быть причисленным (к чему-л.); — входить в состав (чего-л.); — находиться в ведении, в подчинении (кого-чего-л.);

    τό σχολείο υπάγεται στο υπουργείο παιδείας — школа находится в ведении Министерства просвещения;

    η Κριμαία υπάγεται στην Ουκρανία — Крым входит в состав Украины

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπάγω

См. также в других словарях:

  • υπουργείο — το 1. το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών ορισμένου κλάδου που υπάγονται στην εξουσία ενός υπουργού: Υπουργείο Εξωτερικών. 2. το σύνολο των υπουργών, που μαζί με τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση της χώρας: Υπουργείο Πλαστήρα. 3. το σύνολο των …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπουργείο — το, Ν 1. το σύνολο τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («υπουργείο εθνικής οικονομίας») 2. το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού 3. το κτήριο, στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Ministry of Development, Competitiveness and Shipping (Greece) — The Ministry of Development, Competitiveness and Shipping (Greek: Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας) of Greece was created in October 2009 as the Ministry of the Economy, Competitiveness and Shipping (Υπουργείο Οικονομίας,… …   Wikipedia

  • Thassos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Thásos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Thássos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Ministry of Maritime Affairs, Islands and Fisheries (Greece) — The building of the Ministry of Maritime Commerce in Piraeus harbor, Greece The Ministry for Maritime Affairs, Islands and Fisheries of Greece (Greek: Υπουργείο Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας) resulted from the merger of the Ministry for… …   Wikipedia

  • General Secretariat for Macedonia and Thrace — Γενική Γραμματεία Μακεδονίας Θράκης …   Wikipedia

  • Polichnítos — 39° 04′ 44″ N 26° 10′ 52″ E / 39.079, 26.181 …   Wikipédia en Français

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»