-
1 дробилка
ο θραυστήρας, ο σπαστήραςзерновая - ο κοκκοθλάστης, ο μύλος των δημητριακώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробилка
-
2 отходы
отходымн. τά ἀπορρίμματα, τά ἀπομεινάρια:\отходы производства τά ὑπολείμματα τής παραγωγής, τά ὑποπροϊόντα. -
3 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
4 πετρέλαιο(ν)
το нефть;φωτιστικό πετρέλαιο(ν) — керосин;
ακάθαρτο πετρέλαιο(ν) — мазут;
τα πετρέλαια — или κοιτάσματα πετρέλαίου — нефть, залежи нефти, нефтяные залежи;
υποπροϊόντα πετρέλαίου — нефтепродукты;
αγωγός πετρέλαίρυ — нефтепровод;
διυλιστήριο πετρέλαίου — нефтеперегонный завод;
η βιομηχανία εξόρυξης πετρέλαίου — нефтедобывающая промышленность;
ο εργάτης βιομηχανίας πετρέλαίου — нефтяник
-
5 отходы
-ов πλθ. (ενκ. отдод -а α.) απορρίμματα, απομεινάρια•отходы производства υποπροϊόντα.
-
6 субпродукты
-ов πλθ. υποπροϊόντα (εντόσθια, πόδια, κόκκαλα σφαχτού).
См. также в других словарях:
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины … Википедия
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
θάλλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Τl. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 81, ατομική μάζα 204,38 και δύο σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση στα θειούχα παράγωγα του χαλκού, του ψευδαργύρου και του σιδήρου. Το… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
σαπρόφυτο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα σαπρόφυτα βιολ. οργανισμοί που τρέφονται με την αποικοδόμηση νεκρής ή σηπόμενης οργανικής ύλης, όπως είναι πολλοί μύκητες, μεγάλος αριθμός βακτηριακών ειδών, λ.χ. βακτήρια τού εδάφους, και ορισμένα ανώτερα φυτά, λ.χ.… … Dictionary of Greek
σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… … Dictionary of Greek