-
1 лицемерный
-
2 неискренний
-
3 лицемерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноυποκριτής διπλοπρόσωπος υποκριτικός•лицемерный человек άνθρωπος υποκριτής•
лицемерный характер υποκριτικός χαρακτήρας.
|| προσποιητός, επιτηδευτός, -ευμένος, πλαστός•-ая улыбка προσποιητό χαμόγελο.
-
4 фальшивый
επ., βρ: -вив, -а-ο.1. πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος•-ые документы πλαστά έγγραφα•
-ая монета κάλπικος παράς.
|| αφύσικος, φτιαχτός, τεχνητός, εικονικός.2. προσποιητός, υποκριτικός• ανειλικρινής•фальшивый характер υποκριτικός χαρακτήρας•
-ая улыбка ψεύτικο χαμόγελο.
3. παράφωνος•-ая нота παράφωνη νότα.
4. (ναυτ.) προσωρινός, πρόσκαιρος, ολιγόχρονος.εκφρ.фальшивый монетчик – παλ. βλ. фальшивомонетчик. -
5 лицемерный
лицемер||ныйприл ὑποκριτικός:\лицемерныйный человек ὁ ὑποκριτής. -
6 неискренний
неи́скренн||ийприл ἀνειλικρινής, ψεύτικος/ ὑποκριτικός (лицемерный) / προσποιητός (притворный):\неискреннийие слезы τά ψεύτικα δάκρυα. -
7 фалыиивый
фалыии||выйприл1. (не настоящий) ψεύτικος, πλαστός/ κίβδηλος, κάλπικος (тк. о деньгах)/ τεχνητός (о волосах, зубах и т. п.):\фалыиивыйвая монета ἡ κάλπικη μονέδα·2. (неестественный, неверный) ψεύτικος:\фалыиивыйвая игра τό ψεύτικο παίξιμο· \фалыиивыйвая нота τό φάλτσο, ἡ φάλτσα νότα·3. (неискренний, лицемерный) προσποιητός, ὑποκριτικός:\фалыиивыйвый человек ὁ ὑποκριτής, ὁ διπρόσωπος ἄνθρωπος· \фалыиивыйвая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο· ◊ попасть в \фалыиивыйвое положение βρίσκομαι σέ λεπτή θέση. -
8 hypocritical
[hipə'kri-]adjective υποκριτικός -
9 лицемерный
[λιτσυμιέρνυι] εκ. υποκριτικός -
10 неискренний
[νιίσκριννιϊ] εκ. ανειλικρινής, υποκριτικός -
11 лицемерный
[λιτσυμιέρνυι] επ υποκριτικός -
12 неискренний
[νιίσκριννιϊ] επ ανειλικρινής, υποκριτικός -
13 двурушнический
επ.διπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, υποκριτικός. -
14 иезуитский
επ.1. ιησουητικός.2. μτφ. υποκριτικός ύπουλος, δόλιος. -
15 неискренний
-яя, -ее, βρ: -енен, -енна, -енноανειλικρινής• υποκριτικός. -
16 непрямой
επ.μη ευθύς• λοξός, πλάγιος. || καμπύλος, κυρτός. || μτφ. ανειλικρινής, υποκριτικός•непрямой ответ υπεκφυγή.
-
17 притворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноπροσποιητός πλαστός• υποκριτικός. -
18 симулянтский
επ.υποκριτικός, του υποκριτή. -
19 фарисейский
επ.1. φαρισαϊκός, του φαρ ι-σαίου.2. υποκριτικός. -
20 ханжеский
κ. ханжескойεπ.υποκριτικός, ιησουητικός φαρισαϊκός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑποκριτικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… … Dictionary of Greek
υποκριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ταιριάζει σε υποκριτή, προσποιητός, επίπλαστος, φαρισαϊκός: Υποκριτική καλοσύνη. 2. το θηλ. ως ουσ. υποκριτική (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκριτικά — ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc pl ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc/acc dual ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικῶν — ὑποκριτικός belonging to fem gen pl ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικόν — ὑποκριτικός belonging to masc acc sg ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικοί — ὑποκριτικός belonging to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικοῦ — ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικούς — ὑποκριτικός belonging to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικωτάτη — ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικῆς — ὑποκριτικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)