Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

υποκλοπή

См. также в других словарях:

  • υποκλοπή — η λαθραία υπεξαίρεση, σούφρωμα: Υποκλοπή τηλεφωνημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκλοπή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκλέπτω («οι υποκλοπές τών τηλεφωνημάτων πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

  • ὑποκλοπῇ — ὑποκλοπέομαι lurk in secret places pres subj mp 2nd sg ὑποκλοπέομαι lurk in secret places pres ind mp 2nd sg ὑποκλοπέομαι lurk in secret places pres subj mp 2nd sg ὑποκλοπέομαι lurk in secret places pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • υφαρπαγή — η / ὑφαρπαγή, ΝΑ [ὑφαρπάζω] επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή τής ψήφου») 2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως» (νομ.) αδίκημα που συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • λαθροχειρία — η υποκλοπή, υπεξαίρεση: Η περιουσία του αποκτήθηκε από λαθροχειρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφαρπαγή — η 1. η λαθραία και επιτήδεια αρπαγή, η υποκλοπή, το σούφρωμα: Υφαρπαγή του φρουρού. 2. μτφ., κάθε ύπουλη ενέργεια, εξαπάτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»