-
1 субъективный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно. υποκειμενικός•субъективный фактор в истории ο υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία•
-ые причины υποκειμενικά αίτια•
-ое мнение υποκειμενική γνώμη.
εκφρ.субъективный идеализм – υποκειμενικός ιδεαλισμός•субъективный метод – υποκειμενική μέθοδος. -
2 субъективный
-
3 субъективный
субъекти́вн||ыйприл ὑποκειμενικός:\субъективныйый идеализм ὁ ὑποκειμενικός Ιδεαλισμός· \субъективныйые недостатки οἱ ὑποκειμενικές ἐλλείψεις. -
4 субъективность
η υποκειμενικότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > субъективность
-
5 субъективный
[*][σουμπ'γιεκτίβνυϊ) επ. υποκειμενικός -
6 субъективный
[*][σουμπ'γιεκτίβνυϊ) επ υποκειμενικός -
7 солипсизм
-а α.υποκειμενισμός, υποκειμενικός ιδεαλισμός. -
8 солипсический
επ.υποκειμενικός•-ая философия υποκειμενική φιλοσοφία.
-
9 субъективистский
επ., υποκειμενικός, του υποκειμενισμού ή του υποκειμενιστή.
См. также в других словарях:
υποκειμενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποκείμενο, αυτός που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, ανεξάρτητα αν αυτή συμφωνεί με την πραγματικότητα («η γνώμη σου είναι καθαρά υποκειμενική») 2. (κατ επέκτ.) μεροληπτικός, μη αντικειμενικός 3.… … Dictionary of Greek
υποκειμενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με το υποκείμενο (βλ. λ.), με το πρόσωπο, που προβάλλεται ως προσωπική αντίληψη, άσχετα αν συμφωνεί με τα πράγματα (αντίθ. αντικειμενικός): Υποκειμενική άποψη. 2. (φιλοσ.), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek
εννοηματικός — ή, ό (AM ἐννοηματικός, ή, όν) [εννόημα] ο γεμάτος διανοήματα, ο διανοητικός αρχ. μτφ. 1. υποκειμενικός 2. επουσιώδης 4. εφευρετικός. επίρρ... εννοηματικώς 1. με διανοήματα 2. εμφαντικώς 3. εφευρετικώς … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
σολιψισμός — Ακραία μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Σύμφωνα με τον σ. αναμφισβήτητη πραγματικότητα είναι μόνο το σκεπτόμενο υποκείμενο και όλα τα άλλα θεωρούνται ότι υπάρχουν μόνο στη συνείδηση του ατόμου. Η θεωρία αυτή βρίσκεται σε αντίφαση με όλη την… … Dictionary of Greek
υπογνωμικός — ή, όν, Μ τελείως υποκειμενικός, αυτός που είναι δημιούργημα τής φαντασίας κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γνώμη + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
υποκειμενικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού υποκειμενικού 2. ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο αισθάνεται, σκέπτεται και ενεργεί κάθε άτομο 3. (φιλοσ.) α) ο χαρακτήρας και η ιδιότητα τού υποκειμενικού, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα, η σφαίρα… … Dictionary of Greek
υποκειμενικώς — και υποκειμενικά Ν (επίpp.) βλ. υποκειμενικός … Dictionary of Greek