Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υποκαθιστώ

  • 1 υποκαθιστώ

    (α) (αόρ. υποκατέστησα) μετ.
    1) подменить (одно другим); 2) заменять, замещать;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποκαθιστώ

  • 2 υποκαθιστώ

    [ипокатисто] ρ заменять, замещать, подставлять одно вместо другого.

    Эллино-русский словарь > υποκαθιστώ

  • 3 υποβάλλω

    (αόρ. υπέβαλα и υπέβαλον, παθ. αόρ. υποβλήθηκα и υπεβλήθην) μετ.
    1) подавать, представлять (в письменном виде);

    υποβάλλω αίτηση — подавать заявление;

    υποβάλλω παραίτηση — подавать в отставку;

    υποβάλλω τό έργο μου στον διαγωνισμό — подавать свою работу на конкурс;

    2) предлагать, вносить на рассмотрение, утверждение; выдвигать, выставлять (кандидатуру);

    υποβάλλ νομοσχέδιο — вносить законопроект;

    3) подвергать (чему-л.);

    υποβάλλ σε δοκιμασία — подвергать испытанию;

    υποβάλλω σε κόπους — заставлять тяжело работать;

    υποβάλλω σε ανάκριση — подвергать допросу;

    υποβάλλω σε έξοδα — вводить кого-л. в расходы;

    4) внушать, подсказывать (что-л.); наводить на мысль (о чём-л.); наталкивать (на что-л.);
    αυτός τού υπέβαλε να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο он научил его действовать таким образом; 5) театр, суфлировать; 6) см. υποκαθιστώ;

    § υποβάλλω τα σέβη μου — моё почтение;

    υποβάλλομαι — поддаваться самовнушению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποβάλλω

См. также в других словарях:

  • υποκαθιστώ — υποκαθιστώ, υποκατέστησα βλ. πίν. 158 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek

  • υποκαθιστώ — αντικαθιστώ κάποιον ή κάτι, παίρνω τη θέση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ανθυπάγω — ἀνθυπάγω (Α) 1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε 2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία 3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • ανθυποβάλλω — (Α ἀνθυποβάλλω) 1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει 2. υποκαθιστω με απάτη …   Dictionary of Greek

  • υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»