-
1 υποδομή
η1) основание, фундамент; базис; 2) подземная часть сооружения; 3) закладка фундамента; возведение подземной части сооружения; 4) ак. инфраструктура -
2 υποδομή
[иподоми] ουσ. Θ. фундамент, базис,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποδομή
-
3 υποδομή
[иподоми] ουσ θ фундамент, базис. -
4 ὑποδομή
A supporting wall, = ἀνάλημμα 11, IG4.823.36 (Troezen, iv B. C.), 11(2).146 A72 (Delos, iv/iii B. C.), 158 A72 (iii B. C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδομή
-
5 υποδομή
infrastructure -
6 υποδομή
infrastruktura (f) rzecz. -
7 υποδομή
infrastruktura -
8 υποδομή
infrastructureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υποδομή
-
9 infrastructure
υποδομή -
10 infrastruktura
υποδομή -
11 infrastructure
υποδομή -
12 infrastruktura
υποδομή -
13 материально-технический
материально-технический: \материально-техническийая база η υλικοτεχνική βάση (или υποδομή)* * *материа́льно-техни́ческая ба́за — η υλικοτεχνική βάση ( или υποδομή)
-
14 инфраструктура
η υποδομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инфраструктура
-
15 подструктура
η υποδομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подструктура
-
16 субструктура
η υποδομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > субструктура
-
17 основа
-ы θ.1. βάση• στήριγμα • σκελετός•деревянная основа дивана ξύλινη βάση ντιβανιού.
|| μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή•положить что-л. в -у βάζω κάτι σαν βάση•
гьтрясние основ το τράνταγμα των βάσεων•
принять про-кт решения за -у παίρνω το σχέδιο απόφασης σαν βάση•
на -е στη βάση• με βάση•
на -е равноправия με βάση την ισοτιμία•
авантюрная основа романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος•
древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού.
2. πλθ. -ы θεμελιώδεις αρχές•-ы химии οι βάσεις της χημείας.
3. το στιμόνι (υφάσματος).4. (γραμμ.) θέμα, ρίζα.εκφρ.класть в -у – βάζω για βάση• παίρνω για βάση•лечь лежать) в основу чего – μπαίνω σαν βάση. -
18 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο.
См. также в других словарях:
υποδομή — η / ὑποδομή, ΝΑ, και δωρ. τ. ὑποδομά, ἁ, Α νεοελλ. 1. τμήμα δομικού έργου κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους·2. δομική κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση άλλης τεχνικής κατασκευής·3. κεφάλαιο τού τεχνικού τομέα, που ασχολείται με την κατασκευή… … Dictionary of Greek
υποδομή — η 1. τμήμα δομικού έργου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους (αντίθ. επιδομή). 2. δομική κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση άλλου τεχνικού κατασκευάσματος. 3. κεφάλαιο της σιδηροδρομικής, που εξετάζει όσα αφορούν χαράξεις,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
George Leotsakos — (en grec moderne : Γιώργος Λεωτσάκος), né à Athènes le 9 août 1935, est un musicologue grec et critique musical réputé, fin connaisseur de la musique savante grecque. Sa contribution aux catalogues des œuvres des compositeurs grecs … Wikipédia en Français
Georges Leotsakos — George Leotsakos George Leotsakos (en grec moderne : Γιώργος Λεωτσάκος), né à Athènes le 9 août 1935, est un musicologue grec et critique musical réputé, fin connaisseur de la musique savante grecque. Sa contribution aux catalogues … Wikipédia en Français
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek