-
1 подводный
подводный υποβρύχιος, υποβρυχιακός· \подводныйая лодка το υποβρύχιο· судно на \подводныйых крыльях το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια* * *υποβρύχιος, υποβρυχιακόςподво́дная ло́дка — το υποβρύχιο
су́дно на подво́дных кры́льях — το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια
-
2 подводный
επ.υποβρύχιος, -χιακός• υποθαλάσσιος, υποπελάγιος ύφυδρος•подводный камень ύφαλος, ξέρα• σκόπελος•
-ая часть (судна) τα ύφαλα, η καρίνα•
-ое плавание υποβρύχιος πλους•
-ая лодка το υποβρύχιο•
-ая воина υποβρυχιακός πόλεμος.
εκφρ.подводный камень ή камешек – πρόσκομμα, εμπόδιο, κώλυμα, παλούκι•επ.της αλογάμαξας.εκφρ.- ая повинность – παλ.επίταξη αλογαμαξών.
См. также в других словарях:
υποβρυχιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υποβρύχια: Υποβρυχιακός στόλος. 2. αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια: Υποβρυχιακός πόλεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)