Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υπαινιγμός

  • 1 намёк

    намёк м о υπαινιγμός
    * * *
    м
    ο υπαινιγμός

    Русско-греческий словарь > намёк

  • 2 намек

    намек
    м ὁ ὑπαινιγμός, ἡ νύξις:
    тонкий \намек λεπτός ὑπαινιγμός· сделать \намек κάνω νύ-ξιν, κάνω ὑπαινιγμό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > намек

  • 3 инсинуация

    инсину||а́ция
    ж ἡ συκοφαντία, ὁ συκοφαντικός ὑπαινιγμός.

    Русско-новогреческий словарь > инсинуация

  • 4 косвенный

    косвенн||ый
    прил в разн. знач. Εμμεσος:
    \косвенныйые улики οἱ ἐμμεσες ἀποδείξεις ἐνοχής· \косвенныйым путем ἐμμεσα· \косвенный налог ὁ ἐμμεσος φόρος· \косвенный намек ὁ ὑπαινιγμός· \косвенный вопрос грам. ἡ Εμμεση ἐρώτηση· \косвенный падеж грам. ἡ πλαγία πτώση [-ις]· \косвенныйая речь грам. ὁ πλάγιος λόγος· \косвенныйое дополнение грам. τό ἐμμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > косвенный

  • 5 прозрачностьый

    прозрачность||ый
    прил
    1. διαφανής, διαυγής·
    2. перен φανερός, καθαρός:
    \прозрачностьыйый намек φανερός ὑπαινιγμός.

    Русско-новогреческий словарь > прозрачностьый

  • 6 тонкий

    тонк||ий
    прил
    1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):
    \тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·
    2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:
    \тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·
    3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:
    \тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·
    4. (хитрый, ловкий) πονηρός:
    \тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > тонкий

  • 7 намёк

    [ναμιόκ] ουσ. α. υπαινιγμός

    Русско-греческий новый словарь > намёк

  • 8 намёк

    [ναμιόκ] ουσ α υπαινιγμός

    Русско-эллинский словарь > намёк

  • 9 инсинуация

    θ.
    υπαινιγμός, υπέμφαση, κεντιά• συκοφαντία.

    Большой русско-греческий словарь > инсинуация

  • 10 косвенный

    επ.
    1. παλ. λοξός•

    косвенный взгляд η λοξή ματιά.

    2. έμμεσος, πλάγιος•

    косвенный намёк υπαινιγμός•

    косвенный налог έμμεσος φόρος•

    косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•

    -ым путём έμμεσα, πλάγια.

    || εξώδικος•

    -ые улики εξώδικες μαρτυρίες.

    εκφρ.
    - ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•
    косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•
    - ая речь – πλάγιος λόγος•
    - ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•
    - ые пути – πλάγιοι τρόποι.

    Большой русско-греческий словарь > косвенный

  • 11 намёк

    α.
    1. υπαινιγμός, νύξη, παραπετριά.
    2. μτφ. το υποτυπώδες.

    Большой русско-греческий словарь > намёк

  • 12 обиняк

    α. παλ.
    νύξη, νυγμός, υπαινιγμός, παραπετριά κεντιά, πάρθιο βέλος• ακροβολισμός.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς υπαινιγμούς κλπ. ουσ., ευθέως, απερίφραστα, χωρίς περιστροφές, νέτα-σκέτα.

    Большой русско-греческий словарь > обиняк

  • 13 оскорбительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    προσβλητικός, θικτικός, πειρακτικός υβριστικός•

    -ые слова προσβλητικά λόγια. оскорбительный намк θικτικός υπαινιγμός.

    Большой русско-греческий словарь > оскорбительный

  • 14 прозрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. διαυγής, καθαρός, καθάριος, διαφανής.
    2. μτφ. λεπτός, τρυφερός•

    -ая кожа λεπτή επιδερμίδα.

    3. μτφ. ανοιχτός, φανερός, απροκάλυπτος•

    прозрачный намк φανερός υπαινιγμός•

    -ая мысль καθάρια σκέψη.

    Большой русско-греческий словарь > прозрачный

  • 15 проскользнуть

    ρ.σ.
    1. γλιστρώ, εισδύω, εισχωρώ• μπαίνω•

    проскользнуть незаметно μπαίνω απαρατήρητα.

    2. περνώ, διαβαίνω γρήγορα, τρέχοντας. || μτφ. διαφαίνομαι στιγμιαία, φευγαλαίσ.• в его словах -у л намк στα λόγια του διαφάνηκε ένας γρήγορος υπαινιγμός.

    Большой русско-греческий словарь > проскользнуть

  • 16 тонкий

    επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.
    1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•

    -ие нитки λεπτές κλωστές•

    тонкий слой λεπτό στρώμα•

    -ая ткань λεπτό ύφασμα.

    || αραιός, άπυ-κνος•

    тонкий туман αραιή ομίχλη.

    || μτφ. υψηλός, οξύς•

    тонкий голос λεπτή φωνή.

    2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•

    тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.

    || λεπτομερής, λεπτομερειακός•

    -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•

    -ая критика λεπτή κριτική•

    тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.

    3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•

    -ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•

    тонкий запах λίγη μυρουδιά•

    тонкий юмор λεπτό χιούμορ•

    тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,

    4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,
    5. ευαίσθητος• οξύς•

    тонкий слух οξεία ακοή•

    -ое обоняние οξεία όσφρηση.

    6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.
    εκφρ.
    - ая кишка – το λεπτό έντερο•
    тонкий сон – ελαφρός ύπνος•
    тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > тонкий

См. также в других словарях:

  • υπαινιγμός — ο συγκαλυμμένη έκφραση για κάτι, νύξη, υπονοούμενα: Ο υπαινιγμός που έκανε ήταν για μένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπαινιγμός — ο, Ν [υπαινίσσομαι] συγκαλυμμένη έκφραση, νύξη, υπονοούμενο («έκανε πολλούς υπαινιγμούς εις βάρος μου») …   Dictionary of Greek

  • Ορθαγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πρώτος τύραννος της Σικυώνας (τελευταίες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ.). Οι αρχαίες παραδόσεις για τον Ο. και την οικογένεια του (Ορθαγορίδαι) είναι αντιφατικές: το πιθανότερο είναι ότι ο Ο. ήταν ένας ευγενής που,… …   Dictionary of Greek

  • έμφαση — η (AM ἔμφασις) 1. η δύναμη και ενάργεια τής εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση 2. εκφραστική δύναμη 3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση αρχ. 1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια 2. εικόνα, ομοίωση 3. εξωτερική όψη,… …   Dictionary of Greek

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση …   Dictionary of Greek

  • καμπάνισμα — το [καμπανίζω] 1. η κρούση τής καμπάνας 2. συνεκδ. ο ήχος τής καμπάνας, η καμπανιά, το κουδούνισμα 3. μτφ. δυσάρεστος υπαινιγμός, έμμεση νύξη, καμπανιά …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • κεντιά — η [κεντώ] 1. κέντηση 2. οξύς σωματικός πόνος, σουβλιά 3. οξύς πόνος που προέρχεται από τσίμπημα 4. μτφ. ενοχλητικός, δυσάρεστος υπαινιγμός, πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • μπηχτός — ή, ό (Μ μπηκτός και μπηχτός, ή, όν) [μπήγω] αυτός που έχει μπηχτεί, μπηγμένος, καρφωμένος, σφηνωμένος νεοελλ. 1. (το θηλ. ως επίθ. αλλά και ως ουσ. κατά παράλειψη τού γροθιά) αυτός που καταφέρεται σε κάποιον βίαια («τού έδωσα μια [γροθιά]… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»