-
1 vazifeli
υπάλληλος -
2 clerk
υπάλληλος -
3 memur
υπάλληλος, δημόσιος υπάλληλος -
4 работник
ο εργαζόμενος, ο υπάλληλοςτο στέλεχοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > работник
-
5 чиновник
-а α. (προεπαναστατικά).1. δημόσιος υπάλληλος• κρατικός υπάλληλος•чиновник таможни τελωνειακός υπάλληλος•
полицейский чиновник αξιωματικός αστυνομίας•
мелкие -и οι μικροί (κατώτεροι) υπάλληλοι•
крупные -и οι μεγάλοι (κρατικοί) υπάλληλοι.
2. γραφειοκράτης, καλαμαράς, μανδαρίνος της γραφειοκρατίας. -
6 работник
работник м о εργάτης* ο υπάλληλος (служащий) ответственный \работник το στέλεχος·' научный '- ο επιστήμονας* * *мο εργάτης; ο υπάλληλος ( служащий)отве́тственный рабо́тник — το στέλεχος
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
7 служащий
-
8 сотрудник
сотрудник м о συνεργάτης· о υπάλληλος (служащий)· научны? \сотрудник о επιστημονικός συνεργάτης* * *мο συνεργάτης; ο υπάλληλος ( служащий)нау́чный сотру́дник — ο επιστημονικός συνεργάτης
-
9 таможенник
таможенник м о τελωνειακός υπάλληλος; ο εκτελωνιστής* * *мο τελωνειακός υπάλληλος; ο εκτελωνιστής -
10 чиновник
-
11 внештатный
внештатныйприл (о сотруднике) ὁ ἐκτακτος ὑπάλληλος, ὁ ἐκτος ὁργανικής θέσεως ὑπάλληλος. -
12 должностной
должностнойприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπάλληλος:\должностнойо́е лнцо ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \должностнойо́е преступление ἡ ὑπηρεσιακή παράβαση. -
13 работник
работни||км в разн. знач. ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής/ ὁ ὑπάλληλος (служащий)/ τό στέλεχος (партийный и т. п.):на-у́чный \работник ὁ ἐπιστήμων ответственный \работник τό ὑπεύθυνο στέλεχος, ὁ ἀνώτερος ὑπάλληλος· руководящий \работник τό καθοδηγητικό στέλεχος'· партийный \работник τό κομματικό στέλεχος. -
14 служащий
служащий1. прич. от служить·2. м ὁ ὑπάλληλος:государственный \служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος. -
15 сотрудник
сотру́дни||км ί. ὁ συνεργάτης:\сотрудник газеты ὁ συνεργάτης ἐφημερίδας· научный \сотрудник ὁ ἐπιστημονικός συνεργάτης·2. (служащий) ὁ ὑπάλληλος:-*· учреждения ὁ δημόσιος ὑπάλληλος. -
16 служитель
-я α. -ница, -ы θ.1. παλ. θεράπων, -ίδα, υπηρέτης, -τρια• λακές.2. κατώτερος υπάλληλος.εκφρ.канцелярский - – παλ. κατώτερος υπάλληλος χωρίς βαθμό. -
17 железнодорожник
ο σιδηροδρομικός (υπάλληλος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железнодорожник
-
18 служащий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служащий
-
19 сотрудник
1. (тот, кто работает совместно с кем-л.) о συνεργάτης 2. (служащий) о υπάλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудник
-
20 таможенник
ο τελωνειακός υπάλληλοςο εκτελωνιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таможенник
См. также в других словарях:
ὑπάλληλος — subordinate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
υπάλληλος — η, ο που είναι ταγμένος κάτω από άλλον, που υπόκειται σε άλλον: Η έννοια θηλαστικό είναι υπάλληλη στην έννοια ζώο. ο, η αυτός που εκτελεί εργασία κάτω από τις διαταγές προϊσταμένου ή άλλης ανώτερης αρχής, ο υφιστάμενος κάποιου προϊσταμένου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός … Dictionary of Greek
ὑπάλληλον — ὑπάλληλος subordinate masc/fem acc sg ὑπάλληλος subordinate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek
ὑπαλλήλοις — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλου — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλους — ὑπάλληλος subordinate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλων — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαλλήλῳ — ὑπάλληλος subordinate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)