-
1 υνί
ploughshareΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υνί
-
2 ύνις
-
3 ὕνις
-
4 κίνδυνος
Grammatical information: m.Compounds: as 2. member e. g. in ἐπι-κίνδυνος `connected with danger' (IA.).Derivatives: κινδυνώδης `dangerous' (Hp., Plb.), κινδυνεύω `take (the) risk' (IA.) with κινδύνευμα `risk' (S., E., Pl.), - ευτής `dare-devil' (Th., D. C.; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 73), - ευτικός `dangerous, adventurous' (Arist.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology. The formally attractive connection with κίνδαξ, ὀνο-κίνδιος (which does not belong to κινεῖν! s.s.v.) from Prellwitz Wb., Vendryes REGr. 25, 461f., who compare further Lat. solli-citus `be in danger') gives semantically only one theoretical possibility. Hypothetical is also the proposal by Schulzes (in Sittig KZ 52, 207f.; agreeing a. o. Schwyzer 335, Specht KZ 66, 5), that κίνδυνος is an old expression of the game of dices with assimilation for *κύν-δυ-νος, from κύων as designation of an unsuccesful throw (as Skt. śvan-, Lat. canis; cf. on Κανδαύλης) and a word for `dice, -game' in Skt. dī́vyati `dice', dyūtá- n. `-game'; both phonetically and morphologically doubtfull, s. Kretschmer KZ 55, 90f.; rejected by Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217 n. 26. S. also Taillardat, REAnc. 1956, 189-194. For foreign (Pre-Greek or (=) Anatolian) origin Debrunner Eberts Reallexikon 526, Kretschmer l. c. - On κίνδυνος = ἡ ἐν πρῴρα σελίς (H.), from where NGr. (Naxos) `bed', Andriotis Glotta 25, 19f. - Kuiper, GS Kretschmer. 1956, 217 gives κίνδῡν (Alc., Sapph.) as a true ending of a Pre-Greek word (not in Fur.).Page in Frisk: 1,854-855Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίνδυνος
См. также в других словарях:
υνί — υνί, το και γυνί, το και γενί, το το τριγωνικό σιδερένιο άκρο στο αλέτρι, που χώνεται στη γη και την ανασκάβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υνί — το / ὕνιον, ΝΑ, και γυνί και γενί και υνίο και υννίο Ν [ὕνις] νεοελλ. το τραπεζοειδές αιχμηρό μεταλλικό έλασμα στο άκρο τού αρότρου, που εισδύει στο έδαφος και τό ανασκάπτει 2. παροιμ. «βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω από την πόρτα» λέγεται γι… … Dictionary of Greek
ὕνις — ὕνῑς , ὕνις ploughshare fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕνις ploughshare fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
υννιμάχος — ον, Α (για γεωργό) αυτός που μάχεται με το υνί, δηλαδή αυτός που οργώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕν(ν)ις «υνί» + μάχος (< μάχομαι, πρβλ. ξιφο μάχος] … Dictionary of Greek
NIGRIGERULI — Graecis Μελανηφόροι, quae vox in veteri monumento, ΓΑΙΟΣ ΓΑΙΟΥ ΑΧΑΡΝΕΥΣ ΙΕΡΕΥΣ ΓΕΝΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΤΩΕΠΙ ΝΑΥΣΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΕΝΙΑΥΤΟΩ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΛΑΝΗΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΙΣΙΔΙ ΔΙΚΑΙΟΣ. ΥΝΙ ΙΔΡΥΣΑΝΤΟ.… … Hofmann J. Lexicon universale
έλυμα — Αρχαία πόλη της Σικελίας που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Έλυμο, γιο του Αγχίση, αρχηγού ομάδας Τρώων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Σικελία πριν από τον Αινεία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η πόλη ιδρύθηκε από τον Αινεία για τους… … Dictionary of Greek
αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… … Dictionary of Greek
αλετροπόδι — το (και πόδα, η) το κάτω οριζόντιο μέρος τού αρότρου, όπου προσαρμόζεται το υνί και το οποίο χρησιμεύει ως βάση τού όλου εργαλείου, το αρχ. έλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀλετροπόδιον «ο αστερισμός τού Ωρίωνα» (< τ. ἀροτροπόδιον, στον Ζωναρά <… … Dictionary of Greek