-
1 Κίκυννα
A an inhabitant thereof, IG22.1654.32, al., Ar. Nu. 210: [full] Κῐκυννόθεν from Cicynna, ib. 134: [full] Κῐκυννοῖ at Cicynna, Lys.17.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κίκυννα
-
2 σωφροσύνη
σωφροσύνη [pron. full] [ῠ], [dialect] Dor. [suff] σωφρον-ύνα, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰοφροσύνη (as in Hom. and in later poetry, IG22.3632.11, 3753), ἡ,A soundness of mind, prudence, discretion, Od.23.13; in pl., ib.30; the common form first in Thgn.379, 701, 1138, Epich.101; ;σ. λαβεῖν Id.8.64
; sanity, opp. μανία, X.Mem. 1.1.16, cf. Act.Ap.26.25.2 moderation in sensual desires, selfcontrol, temperance, Democr.210, Ar.Nu. 962 (anap.), Pl. 563 (anap.), And.1.131, Pl.Phdr. 237e, etc.;σ. τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Id.Smp. 196c
; σ. τὸ περὶ τὰς γυναῖκας (sc. ἔργον) Arist.Pol. 1263b9, cf. EN 1117b23, Pl.Phd. 68c, R. 430e sq., 1 Ep.Ti.2.9.3 in a political sense, a moderate form of government, Th.8.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφροσύνη
См. также в других словарях:
ακριβαίνω — υνα 1. μτβ., αυξάνω την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Πάλι τ ακρίβυνες τα πουλερικά. 2. αμτβ., γίνομαι ακριβότερος: Ακρίβυναν πολύ τα οικοδομικά υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφραίνω — υνα, γίνομαι ελαφρύς, ανακουφίζομαι: Έμαθα τα νέα κι αλάφρυνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύνω — υνα, ύνθηκα, υμμένος 1. στομώνω την κόψη ή την αιχμή κάποιου πράγματος: Η κόψη των μαχαιριών μας άμβλυνε και θέλουν ακόνισμα. 2. μειώνω την οξύτητα, εξασθενίζω: Το πέρασμα του καιρού άμβλυνε κάπως τον πόνο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοσταίνω — υνα, και ανοστεύω εψα, και ανοστίζω ισα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. μτβ., κάνω κάτι άνοστο: Το ανόστισες το φαΐ με το νερό που έβαλες. 2. αμτβ., γίνομαι άνοστος, άσχημος: Αυτός ο άνθρωπος όσο πάει κι ανοσταίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθαρρύνω — υνα, ύνθηκα, ημένος, κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποκαρδιώνω: Η πρώτη εκείνη αποτυχία του τον είχε αποθαρρύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθρασύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ, αυθάδη: Η ευγένεια και η καλοσύνη του είχαν αποθρασύνει μερικούς. Ουσ. αποθράσυνση, η το να αποθρασυνθεί κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκημαίνω — υνα 1. κάνω κάτι άσκημο: Με τις προσθήκες που έκανες τ ασκήμυνες το σπίτι. 2. γίνομαι άσκημος: Το παιδί όσο μεγαλώνει ασκημαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχαμναίνω — υνα, και αχαμνίζω ισα, αδυνατίζω, λιγνεύω: Πολύ αχάμνυνε τ άλογό σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύνω — υνα 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω: Βάθυνα το λάκκο, για να πιάσει το δέντρο. 2. γίνομαι βαθύς: Βάθυνε πολύ η θάλασσα σ’ αυτήν την παραλία. 3. κάνω πιο σκούρο ένα ανοιχτό χρώμα: Πρέπει να βαθύνει το πράσινο για να ταιριάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύνω — υνα, ύνθηκα 1. συντομεύω, κονταίνω: Βραχύνω το λόγο μου. 2. (γραμμ.), τρέπω μακρόχρονη συλλαβή σε βραχύχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)