Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

υνα

См. также в других словарях:

  • ακριβαίνω — υνα 1. μτβ., αυξάνω την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Πάλι τ ακρίβυνες τα πουλερικά. 2. αμτβ., γίνομαι ακριβότερος: Ακρίβυναν πολύ τα οικοδομικά υλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφραίνω — υνα, γίνομαι ελαφρύς, ανακουφίζομαι: Έμαθα τα νέα κι αλάφρυνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλύνω — υνα, ύνθηκα, υμμένος 1. στομώνω την κόψη ή την αιχμή κάποιου πράγματος: Η κόψη των μαχαιριών μας άμβλυνε και θέλουν ακόνισμα. 2. μειώνω την οξύτητα, εξασθενίζω: Το πέρασμα του καιρού άμβλυνε κάπως τον πόνο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοσταίνω — υνα, και ανοστεύω εψα, και ανοστίζω ισα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. μτβ., κάνω κάτι άνοστο: Το ανόστισες το φαΐ με το νερό που έβαλες. 2. αμτβ., γίνομαι άνοστος, άσχημος: Αυτός ο άνθρωπος όσο πάει κι ανοσταίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποθαρρύνω — υνα, ύνθηκα, ημένος, κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποκαρδιώνω: Η πρώτη εκείνη αποτυχία του τον είχε αποθαρρύνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποθρασύνω — υνα, ύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ, αυθάδη: Η ευγένεια και η καλοσύνη του είχαν αποθρασύνει μερικούς. Ουσ. αποθράσυνση, η το να αποθρασυνθεί κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκημαίνω — υνα 1. κάνω κάτι άσκημο: Με τις προσθήκες που έκανες τ ασκήμυνες το σπίτι. 2. γίνομαι άσκημος: Το παιδί όσο μεγαλώνει ασκημαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχαμναίνω — υνα, και αχαμνίζω ισα, αδυνατίζω, λιγνεύω: Πολύ αχάμνυνε τ άλογό σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθύνω — υνα 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω: Βάθυνα το λάκκο, για να πιάσει το δέντρο. 2. γίνομαι βαθύς: Βάθυνε πολύ η θάλασσα σ’ αυτήν την παραλία. 3. κάνω πιο σκούρο ένα ανοιχτό χρώμα: Πρέπει να βαθύνει το πράσινο για να ταιριάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχύνω — υνα, ύνθηκα 1. συντομεύω, κονταίνω: Βραχύνω το λόγο μου. 2. (γραμμ.), τρέπω μακρόχρονη συλλαβή σε βραχύχρονη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»