Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υλοποιώ

См. также в других словарях:

  • υλοποιώ — υλοποιώ, υλοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υλοποιώ — έω, Ν 1. μεταβάλλω κάτι σε υλικό, μετατρέπω σε ύλη 2. μτφ. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά («υλοποιήθηκαν τα οράματά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ποιώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • υλοποιώ — υλοποίησα, υλοποιήθηκα υλοποιημένος 1. μεταβάλλω κάτι άυλο σε υλικό. 2. πραγματώνω, εκτελώ: Υλοποίησε το σχέδιό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • πραγματοποιώ — έω, Ν 1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση τού σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία») 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • υλοποίηση — η, Ν 1. η μετατροπή σε ύλη 2. πραγματοποίηση, εφαρμογή 3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή τού ψυχικού ρευστού τού μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»