-
1 υλοποιώ
[илопио] р. материализовать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υλοποιώ
-
2 выполнить
выполнить, выполнять εκ πληρώνω, εκτελώ υλοποιώ. πραγματοποιώ (осуществить) \выполнить план εκπληρώνω το πλάνο \выполнить обязанность εκπληρώνω την υποχρέωση μου \выполнить обещание τηρώ την υπόσχεση μου* * *= выполнятьεκπληρώνω, εκτελώ; υλοποιώ, πραγματοποιώ ( осуществить)вы́полнить план — εκπληρώνω το πλάνο
вы́полнить обя́занность — εκπληρώνω την υποχρέωσή μου
вы́полнить обеща́ние — τηρώ την υπόσχεοή μου
-
3 осуществить
осуществить πραγματώνω, πραγματοποιώ, υλοποιώ \осуществиться πραγματοποιούμαι, πραγματώνω* * *πραγματώνω, πραγματοποιώ, υλοποιώ -
4 материализовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. материализованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. υλοποιώ.υλοποιούμαι.
См. также в других словарях:
υλοποιώ — υλοποιώ, υλοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υλοποιώ — έω, Ν 1. μεταβάλλω κάτι σε υλικό, μετατρέπω σε ύλη 2. μτφ. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά («υλοποιήθηκαν τα οράματά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ποιώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
υλοποιώ — υλοποίησα, υλοποιήθηκα υλοποιημένος 1. μεταβάλλω κάτι άυλο σε υλικό. 2. πραγματώνω, εκτελώ: Υλοποίησε το σχέδιό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
πραγματοποιώ — έω, Ν 1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση τού σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία») 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
υλοποίηση — η, Ν 1. η μετατροπή σε ύλη 2. πραγματοποίηση, εφαρμογή 3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή τού ψυχικού ρευστού τού μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)