-
1 υλικος
-
2 υλικός
η, ό[ν]1) материальный; вещественный;υλικός κόσμος — материальный мир;
υλικά αγαθά — материальные блага, ценности;
υλικό ενδιαφέρον — материальная заинтересованность;
οι συνθήκες της υλικής ζωής — материальные условия, условия жизни;
υλική ευημερία — материальное благосостояние;
2) плотский, чувственный;υλικές απολαύσεις — чувственные наслаждения
-
3 υλικός
[иликос] επ. материальный, вещественный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υλικός
-
4 υλικός
[иликос] επ материальный, вещественный. -
5 Ορεκτικός
[трэптикос] επ. питательный. Θ.επτικότητα [трэптикотита] ουσ. Θ. питательность. Θ.έφω [трефо] ρ. кормить Θ.έψη [трэпси] ουσ. θ. откармливание, вскармливание, Θ.ήνος [тринос] ουσ. α рыдание, плач, Θ.ηνώ [трино] ρ. рыдать, оплакивать. Θ.ησκεία [трискиа] ουσ. θ. религия. Θ.ησκευτικός [трискэфтикос] επ. религиозный, Θ.ήσκος [трискос] επ. верующий. Θ.ιαμβευτής [триамвэфтис] ουσ. а. победитель, Θ.ιαμβευτικός [триамвэфтикос] επ. победный, Θ.ιαμβεύω [триамвево] ρ. ликовать Θ.ίαμβος [триамвос] ουσ. α триумф, ликование, Θ.όνος [тронос] ουσ. а. трон, престол. Θ.υλικός [триликос] επ. ужастный Θ.ύλος [трилос] ουσ. а. легенда. Θ.υμματίζω [тримматизо] р. дробить, крошить, Θ.ελλα [тиэлла] ουσ. Θ. шторм, гроза. Θ.ελλώδης [тиэллодис] επ. бурный, грозовой, Θ.μα [тима] ουσ. о. жерт Θ.μάρι [тимари] ουσ. о. тимьян Θ.μιάζω [тимиазо] р. курить фимиам Θ.μίαμα [тнмиама] ουσ. о. фимиам Θ.μιατό [тимиато] ουσ. о. курильница. Θ.μίζω [тимизо] р. напоминать, Θ.μός [тимос] ουσ. а. гнев, ярость, раздажение. Θ.μωμένος [тимомэнос] επ. раздражённый, Θ.μώνω [тимоно] ρ. (μτβ.) сердить, раздражать, Θ.ρωρός [тиророс] ουσ. а. швейцар. Θ.σία [тисиа] ουσ. Θ. жертва, Θ.σιάζω [тисиазо] р. жертвовать. Θ.ρώ [торо] р. наблюдатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ορεκτικός
См. также в других словарях:
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek
ὑλικός — ὑ̱λικός , ὑλίζω filter perf part act neut nom/voc/acc sg ὑ̱λικός , ὑλικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή), ο γήινος, ο φθαρτός: Υλικά αγαθά. 2. σαρκικός, υλιστικός, αισθητικός: Υλικές απολαύσεις. 3. το ουδ. ως ουσ., υλικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑλικά — ὑλικόν of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά , ὑλικός of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc dual ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλικώτερον — ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of adverbial comp ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of masc acc comp sg ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενύλικος — ἐνύλικος, ον (Μ) [εν + υλικός] υλικός, αναφερόμενος στην ύλη … Dictionary of Greek
καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
ὑλικωτάτας — ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem acc superl pl ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλικωτάτων — ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of fem gen superl pl ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλικωτέρα — ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc comp dual ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)