Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

υλικός

  • 1 υλικος

        3
        филос. вещественный, материальный
        

    (οὐσία Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > υλικος

  • 2 υλικός

    η, ό[ν]
    1) материальный; вещественный;

    υλικός κόσμος — материальный мир;

    υλικά αγαθά — материальные блага, ценности;

    υλικό ενδιαφέρον — материальная заинтересованность;

    οι συνθήκες της υλικής ζωής — материальные условия, условия жизни;

    υλική ευημερία — материальное благосостояние;

    2) плотский, чувственный;

    υλικές απολαύσεις — чувственные наслаждения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υλικός

  • 3 υλικός

    [иликос] επ. материальный, вещественный.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υλικός

  • 4 υλικός

    [иликос] επ материальный, вещественный.

    Эллино-русский словарь > υλικός

  • 5 Ορεκτικός

    [трэптикос] επ. питательный. Θ.επτικότητα [трэптикотита] ουσ. Θ. питательность. Θ.έφω [трефо] ρ. кормить Θ.έψη [трэпси] ουσ. θ. откармливание, вскармливание, Θ.ήνος [тринос] ουσ. α рыдание, плач, Θ.ηνώ [трино] ρ. рыдать, оплакивать. Θ.ησκεία [трискиа] ουσ. θ. религия. Θ.ησκευτικός [трискэфтикос] επ. религиозный, Θ.ήσκος [трискос] επ. верующий. Θ.ιαμβευτής [триамвэфтис] ουσ. а. победитель, Θ.ιαμβευτικός [триамвэфтикос] επ. победный, Θ.ιαμβεύω [триамвево] ρ. ликовать Θ.ίαμβος [триамвос] ουσ. α триумф, ликование, Θ.όνος [тронос] ουσ. а. трон, престол. Θ.υλικός [триликос] επ. ужастный Θ.ύλος [трилос] ουσ. а. легенда. Θ.υμματίζω [тримматизо] р. дробить, крошить, Θ.ελλα [тиэлла] ουσ. Θ. шторм, гроза. Θ.ελλώδης [тиэллодис] επ. бурный, грозовой, Θ.μα [тима] ουσ. о. жерт Θ.μάρι [тимари] ουσ. о. тимьян Θ.μιάζω [тимиазо] р. курить фимиам Θ.μίαμα [тнмиама] ουσ. о. фимиам Θ.μιατό [тимиато] ουσ. о. курильница. Θ.μίζω [тимизо] р. напоминать, Θ.μός [тимос] ουσ. а. гнев, ярость, раздажение. Θ.μωμένος [тимомэнос] επ. раздражённый, Θ.μώνω [тимоно] ρ. (μτβ.) сердить, раздражать, Θ.ρωρός [тиророс] ουσ. а. швейцар. Θ.σία [тисиа] ουσ. Θ. жертва, Θ.σιάζω [тисиазо] р. жертвовать. Θ.ρώ [торо] р. наблюдать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ορεκτικός

См. также в других словарях:

  • υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικός — ὑ̱λικός , ὑλίζω filter perf part act neut nom/voc/acc sg ὑ̱λικός , ὑλικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα και την ψυχή), ο γήινος, ο φθαρτός: Υλικά αγαθά. 2. σαρκικός, υλιστικός, αισθητικός: Υλικές απολαύσεις. 3. το ουδ. ως ουσ., υλικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλικά — ὑλικόν of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά , ὑλικός of neut nom/voc/acc pl ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc dual ὑ̱λικά̱ , ὑλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικώτερον — ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of adverbial comp ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of masc acc comp sg ὑ̱λικώτερον , ὑλικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενύλικος — ἐνύλικος, ον (Μ) [εν + υλικός] υλικός, αναφερόμενος στην ύλη …   Dictionary of Greek

  • καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ὑλικωτάτας — ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem acc superl pl ὑ̱λικωτάτᾱς , ὑλικός of fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτάτων — ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of fem gen superl pl ὑ̱λικωτάτων , ὑλικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλικωτέρα — ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc/acc comp dual ὑ̱λικωτέρᾱ , ὑλικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»