-
1 водный
υδάτινος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водный
-
2 водный
-
3 водный
во́дн||ыйприл ὑδάτινος:\водный путь ποτάμιος καί θαλάσσιος δρόμος· \водныйое пространство ὁ ὑδάτινος χῶρος, τά ὕδατα· \водныйое по́ло спорт. ἡ ὑδατόσφαιρα, τό γουωτερ-πόλο· \водный транспорт ἡ ποταμοπλοία καί ἡ ναυσιπλοΐα. -
4 водяной
водян||ой Iприл1. (живущий или растущий в воде) ὑδρόβιος, ἐνυδρος:\водянойая пти́ца τό νηκτικό πτηνὅ \водянойые растения τά ὑδρόβια φυτά·2. (приводимый в действие водой) ὑδάτινος:\водянойа́я мельница ὁ νερόμυλος, ὁ ὑδρόμυλος· \водянойая турбина ἡ ὑδροτουρμπίνα· центральное \водянойое отопление ἡ κεντρική θέρμανσή ◊ \водянойые знаки τά ὑδάτινα σημεία, τά ὑδατόσημα.водяной IIм фольк. ὁ νεράιδος, τό στοιχείο τοῦ ποταμού. -
5 плес
плесм (водное пространство между островами) ὁ ὑδάτινος χώρος μεταξύ δύο νησιών. -
6 преграда
прегра́д||аж ὁ φραγμός, τό ἐμπόδιο[ν] / перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα:водная \преграда ὁ ὑδάτινος φραγμός, τό ὑδάτινο κώλυμα· грудобрюшная \преграда анат. τό διάφραγμα· преодолеть все \преградаы ὑπερνικώ \или ὑπερπηδώ) ὅλα τά ἐμπόδια· ставить \преградаы παρεμβάλλω ἐμπόδια -
7 водный
[βόντνυϊ] εκ. υδάτινος -
8 водный
[βόντνυϊ] επ υδάτινος -
9 водный
επ.υδάτινος, του νερού•водный раствор υδάτινο διάλυμα•
-ое пространство υδάτινη έκταση•
водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•
водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•
-путь θαλάσσια συγκοινωνία.
-
10 водяной
водяной 1επ.1. υδάτινος•-ая капля υδροσταγόνα.
2. υδρόβιος•водяной паук υδρόβια αράχνη.
3. υδροκίνητος•-ая мельнича υδρόμυλος, νερόμυλος.
εκφρ.водяной знак – φιλιγκράν•- ое отопление – θέρμανση με ζεστό νερό.водяной 2-ого α. θαλάσσια θεότητα, Νηρέας.
См. также в других словарях:
ὑδάτινος — watery masc nom sg ὑδάτινος watery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… … Dictionary of Greek
υδάτινος — η, ο 1. που αποτελείται από νερό: Υδάτινη σταγόνα. 2. που έχει κατασκευαστεί από νερό: Υδάτινη βαφή (υδρόχρωμα, νερομπογιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδάτινον — ὑδάτινος watery masc acc sg ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc sg ὑδάτινος watery masc/fem acc sg ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνους — ὑδάτινος watery masc acc pl ὑδάτινος watery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδάτινα — ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc pl ὑδάτινος watery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδάτινοι — ὑδάτινος watery masc nom/voc pl ὑδάτινος watery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίναις — ὑδάτινος watery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνη — ὑδάτινος watery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατίνης — ὑδάτινος watery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek