Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῶν+νόμων

  • 1 Above

    adv.
    P. and V. νω, Ar. and P. ἐπνω.
    From above: P. and V. νωθε(ν), P. καθύπερθε, ἐπάνωθεν, V. ὑψόθεν (Plat. also but rare P.), ἐξπερθε.
    Above ground, on earth: P. and V. ἄνω, V. νωθε(ν).
    ——————
    prep.
    of place. P. and V. πέρ (gen.).
    Of measure: P. and V. πέρ (acc.)
    In preference to: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθε (gen.), προς (gen.).
    Superior to: use P. and V. κρείσσων (gen.), V. πέρτερος (gen.).
    Above being bribed: P. χρημάτων κρείσσων.
    Above the law: P. ἔμπροσθεν τῶν νόμων.
    Not to wish to be above the law: τῶν νόμων γε μὴ πρότερος εἶναι θέλειν (Eur., Or. 487).
    Remain over and above: Ar. and P. περιγίγνεσθαι, P. περιεῖναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Above

  • 2 соблюдение

    ουδ.
    1. τήρηση•

    соблюдение порядка η τήρηση της τάξης•

    соблюдение законов τήρηση των νόμων•

    соблюдение приличий η τήρηση των κανόνων καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).

    2. (δια)φύλαξη, προστασία•

    соблюдение интересов государства προστασία των συμφερόντων του κράτους.

    Большой русско-греческий словарь > соблюдение

  • 3 толкование

    ουδ.
    1. ερμηνεία, εξήγηση•

    толкование законов ερμηνεία των νόμων•

    толкование снов εξήγηση των ονείρων.

    βλ. трактовка.
    2. επεξήγηση (κειμένου).
    3. παλ. λόγια, κουβέντες, κρίσεις και επικρίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > толкование

  • 4 интерпретация

    интерпретация
    ж
    1. ἡ ἐρμηνεία, ἡ ἐπεξήγηση [-ις]:
    \интерпретация текста ἡ ἐρμηνεία τοῦ κειμένου· \интерпретация законов ἡ ἐρμηνεία τῶν νόμων
    2. (исполнителя) ἡ ἐρμηνεία:
    новая \интерпретация роли καινούρ(γ)ια ἐρμηνεία τοῦ ρόλου.

    Русско-новогреческий словарь > интерпретация

  • 5 законоположение

    ουδ.
    νόμος•

    по существующим -ям κατά τους ισχύοντες νόμους.

    || το σύνολο των νόμων, κώδικας.

    Большой русско-греческий словарь > законоположение

  • 6 знание

    ουδ.
    γνώση, κατανόηση•

    знание законов развития γνώση, των νόμων εξέλιξης•

    языка γνώση γλώσσας.

    || πλθ. -я οι γνώσεις•
    επιπόλαιες γνώσεις, πασσάλειμμα γνώσεων•

    обширные -я ευρυμάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > знание

  • 7 познание

    ουδ.
    1. γνώση•

    познание мира η γνώση του κόσμου•

    познание законов природы η γνώση των νόμων της φύσης•

    теория -я θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία).

    2. πλθ. -ия, -ий οι γνώσεις•

    -ия истории ιστορικές γνώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > познание

  • 8 районирование

    ουδ.
    διαίρεση, χωρισμός σε επαρχίες•

    районирование областей χωρισμός των νομών σε επαρχίες.

    Большой русско-греческий словарь > районирование

  • 9 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 10 Victim

    subs.
    Sacrifice: P. and V. θῦμα, τό, σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό, χρηστήριον, τό.
    Animal for slaughter: Ar. and V. βοτόν, τό.
    Severed portions of victims: Ar. and P. τόμια, τά.
    met., the victim as opposed to the agent: P. and V. ὁ πάσχων.
    One who is wronged: P. and V.δικούμενος.
    You will depart hence, the victim not of us, the laws, but of men: P. ἠδικημένος ἄπει... οὐχ ὑφʼ ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλʼ ὑπʼ ἀνθρώπων (Plat., Crito, 54B).
    Be the victim (of misfortune, etc.), v.: P. also V. περιπίπτειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.); see fall into.
    Be victim, as opposed to the agent: P. and V. πάσχειν.
    I was the victim of circumstances: P. ἡσσήθην τῇ τύχῃ.
    Be the victim of a plot, P. and V. ἐπιβουλεύεσθαι (pass.).
    Be victim of malicious accusations: Ar. and P. συκοφαντεῖσθαι.
    An easy victim: V. εὐμαρὲς χείρωμα, τό (Æsch., Ag. 1326).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victim

  • 11 собрание

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание

  • 12 стихийный

    επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.
    1. του στοιχείου της φύσης•

    -ое бедствие θεομηνία.

    || έμφυτος, ενυπάρχων•

    стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).

    || ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).
    2. αυθόρμητος•

    характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•

    -ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•

    стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.

    Большой русско-греческий словарь > стихийный

  • 13 беззаконие

    ουδ.
    1. ανομία, ανυπαρξία νόμων•

    совершить беззаконие παραβιάζω τους νόμους.

    2. ανόμημα, παραβίαση των ηθικών νόμων παρανομία•

    творить -я διαπράττω ανομήματα.

    Большой русско-греческий словарь > беззаконие

  • 14 законность

    θ.
    1. νομιμότητα, το. νόμιμο• το έγκυρο•

    законность требований το νόμιμο των διεκδικήσεων•

    законность документов εγκυρότητα των εγγράφων•

    отсуствие -и έλλειφη νόμων (ανομία).

    2. νομοθεσία, οι νόμοι•

    революционная законность οι επαναστατικοί νόμοι•

    социалистическая законность σοσιαλιστική νομοθεσία.

    Большой русско-греческий словарь > законность

  • 15 свод

    α.
    1. κατάβαση, κατέβασμα.
    2. απομάκρυνση, αναμέρισμα, μετακίνηση.
    3. κόψιμο (δάσους).
    4. πλησίασμα, προσέγγιση, συμμάζεμα, σμίξιμο.
    5. συνένωση, συνχώνευση.
    6. κώδικας• κανονισμός• συλλογή•

    свод законов κώδικας νόμων, νομικός κώδικας.

    7. θόλος, καμάρα•

    свод доменной печи ο θόλος της υψικαμίνου•

    -ы мостов οι καμάρες των γεφυριών.

    || μτφ. ο ουρανός•

    небесный свод ουράνιος θόλος.

    Большой русско-греческий словарь > свод

  • 16 стихийность

    θ.
    1. στοιχείο της φύσης.
    2. το αυθόρμητο, αυθύπαρκτο•

    -экономических законов капитализма το αυθόρμητο των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού•

    стихийность рабочего движения το αυθόρμητο του εργατικού κινήματος.

    Большой русско-греческий словарь > стихийность

  • 17 Backward

    adj.
    Dull, slow: P. and V. σκαιός, νωθής, μαθής, φυής, P. βλακικός, see Dull.
    Not eager: P. ἀπρόθυμος, ὀκνηρρός.
    I am backward in the customs of the Greeks: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Backward

  • 18 Ignorant

    adj.
    P. and V. ἀγνώς, μαθής, πειρος.
    Ignorant of: P. and V. πειρος (gen.), μαθής (gen.), P. ἀνεπιστήμων (gen.), V. ἀΐστωρ (gen.), ἄϊδρις (gen.).
    Wanting in education: P. and V. μαθής, μουσος, Ar. and P. παίδευτος.
    Be ignorant, v.: P. and V. ἀγνοεῖν.
    Be ignorant of: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.).
    I am ignorant of the customs of Greece: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ελλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ignorant

  • 19 Versed in

    adj.
    P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.), ἐντριβής (dat.), Ar. and V. τρβων (acc. or gen.), V. ἴδρις (gen.).
    Versed in speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν, V. μουσικὸς λέγειν.
    I am not versed in the customs of Greece: V. λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων (Eur., Hel. 1246).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Versed in

См. также в других словарях:

  • Πρεσβύτατος τῶν νόμων. — См. Сила закон ломит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εκλογή Νόμων — Νομοθετική συλλογή των Ισαύρων, με βάση τις Εισηγήσεις, τα Αιγέστα (Πανδέκτες) και τις Νεαρές του Ιουστινιανού, «εις το φιλανθρωπότερον εκτεθείσα». Η Ε.Ν. διαιρείται σε 18 τίτλους και περιέχει διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι έργο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»