-
1 ὑβριστής
A violent, wanton, licentious, insolent man,ὑβριστῇσι.. τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.633
; ,9.175, 13.201; of the suitors (cf.ὕβρις 1.1
),ὑ. καὶ ἀτάσθαλοι 24.282
;στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων Thgn.775
;Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑ. Hdt.1.89
;ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταί Id.2.32
; στρατὸν θηρῶν ὑ., of the Centaurs, S.Tr. 1096: also in Prose, And.4.14, Lys.24.15, Ep.Rom.1.30, etc.; in a milder sense, sarcastic, Pl.Prt. 355c.2 esp., opp. σώφρων, lustful, lewd, Ar.Nu. 1068 (anap.), X.Cyr.3.1.21, etc.;ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑ. Aeschin.1.17
; ὑ. πενίης insolent towards.., AP9.172b (Pall.).4 of natural forces,ὑβριστὴς Τυφάων Hes.Th. 307
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑβριστής
См. также в других словарях:
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek