-
1 παραλλασσω
атт. παραλλάττω1) переменять, изменять(ὀλίγα Her.; μίαν συλλαβήν Aeschin.)
2) подменивать (одно другим), смешивать, спутывать(τὰ σημεῖα τῶν αἰσθήσεων Plat.)
3) приводить в смятение, нарушать, извращать(φρένας χρηστάς Soph.)
παρηλλαγμένος Polyb., Diod., Plut. — необычный, небывалый, странный;διὰ νόσον παραλλάξας Plat. — лишившийся рассудка из-за болезни4) проходить, пересекать, миновать(ἐνέδραν Xen.; τὸ χωρίον Dem.; τέν παιδικέν ἡλικίαν π. Plut.)
ἑξήκοντα ἔτη παραλλάττων Plut. — перешедший шестидесятилетний возраст5) обгонять, опережать, превосходить(τῷ τάχει τὰ ἄστρα Arst.; πάντας τῇ τόλμῃ Plut.)
6) обходить, избегать(τινά Plut.)
π. τὸ πάθος Plut. — избежать болезни7) отходить, отклоняться, отделятьсяὀλίγον π. τῆς χώρης Her. — разделяться узкой полоской земли;
π. τῶν δικαίων Plat. — идти вразрез с нормами справедливости8) отличаться, различаться, разниться(π. τινός Her., Plut.; ὀλίγον Her.)
οὔ τι σμικρὸν παραλλάττει, οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως Plat. — немалая разница, так (это) обстоит или иначе9) бить мимо, промахиваться(τοῦ σκοποῦ Plat.)
10) упускать(τὸ συμφέρον Plut.)
-
2 αφαυροτης
-
3 συγγυμνασια
-
4 αίσθηση
[-ις (-εως)] η1) чувство, ощущение;τα πέντε όργανα των αίσθήσεων — пять органов чувств;
αίσθηση ψύχους — ощущение холода;
χάνω τίς αίσθήσεις — лишиться чувств, потерять сознание;
2) сильное впечатление;οι λόγοι του έκαναν αίσθηση — его слова произвели сильное впечатление;
αίσθήσεις στο ακροατήριο[ν] — оживление в зале
-
5 κεραννυμι
κεράννυμι, κεραννύω(impf. ἐκεράννυν, fut. κεράσω (ᾰ) - атт. κερῶ, aor. ἐκέρᾰσα - эп. κέρασσα и κέρᾰσα, pf. κέκρᾱκα; aor. med. ἐκερασάμην - эп. κερασσάμην; pass.: fut. κραθήσομαι, aor. ἐκεράσθην и ἐκράσθην, pf. κέκρᾱμαι - NT. κεκέρασμαι, ppf. ἐκεκράμην)1) смешивать, т.е. разбавлять водой(οἶνον, νέκταρ Hom.; ἄκρατον Arph.)
θυμῆρες κ. Hom. — разбавлять (кипяток) комнатной водой;οἶνος κερασθείς Xen. — разбавленное вино2) наполнять разбавленным вином(κρητῆρα Hom.)
κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Arph. — бокал с равными частями (вина и воды)3) смешивать, приготовлять(ὅ κεκερασμένος ἄκρατος οἶνος NT.)
4) умерятьὧραι μάλιστα κεκραμέναι Her. — самый умеренный, т.е. благодатный климат;
εὖ κεκραμέναι πολιτεῖαι Arst. — вполне уравновешенные политические системы5) мешать, смешивать, перемешивать, тж. сочетать(τί τινι, τι πρός τι и τι μετά τινος Plat.; γάλα καὴ ὕδωρ Arst.; πλοῦτος ἀρετᾷ κεκραμένος Pind.)
νοῦς μετὰ τῶν καλλίστων αἰσθήσεων κραθείς Plat. — ум в сочетании с прекраснейшими чувствами;κεκραμένος πρὸς χαλκὸν ἄργυρος Dem. — серебро, сплавленное с медью;φωνέ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὴ Δωρίδος ἐκράθη Thuc. — (у населения Гимеры) язык представлял собой смесь (наречий) халкидян и Дориды;ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Plat. — обладать большим благородством -
6 κεραννυω...
κεραννύω...κεράννυμι, κεραννύω(impf. ἐκεράννυν, fut. κεράσω (ᾰ) - атт. κερῶ, aor. ἐκέρᾰσα - эп. κέρασσα и κέρᾰσα, pf. κέκρᾱκα; aor. med. ἐκερασάμην - эп. κερασσάμην; pass.: fut. κραθήσομαι, aor. ἐκεράσθην и ἐκράσθην, pf. κέκρᾱμαι - NT. κεκέρασμαι, ppf. ἐκεκράμην)1) смешивать, т.е. разбавлять водой(οἶνον, νέκταρ Hom.; ἄκρατον Arph.)
θυμῆρες κ. Hom. — разбавлять (кипяток) комнатной водой;οἶνος κερασθείς Xen. — разбавленное вино2) наполнять разбавленным вином(κρητῆρα Hom.)
κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Arph. — бокал с равными частями (вина и воды)3) смешивать, приготовлять(ὅ κεκερασμένος ἄκρατος οἶνος NT.)
4) умерятьὧραι μάλιστα κεκραμέναι Her. — самый умеренный, т.е. благодатный климат;
εὖ κεκραμέναι πολιτεῖαι Arst. — вполне уравновешенные политические системы5) мешать, смешивать, перемешивать, тж. сочетать(τί τινι, τι πρός τι и τι μετά τινος Plat.; γάλα καὴ ὕδωρ Arst.; πλοῦτος ἀρετᾷ κεκραμένος Pind.)
νοῦς μετὰ τῶν καλλίστων αἰσθήσεων κραθείς Plat. — ум в сочетании с прекраснейшими чувствами;κεκραμένος πρὸς χαλκὸν ἄργυρος Dem. — серебро, сплавленное с медью;φωνέ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὴ Δωρίδος ἐκράθη Thuc. — (у населения Гимеры) язык представлял собой смесь (наречий) халкидян и Дориды;ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Plat. — обладать большим благородством -
7 ξυναιρεω
(fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)1) схватывать, собирать(χλαῖναν καὴ κώεα Hom.)
2) охватывать, поражать(πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.)
3) постигать, обнимать(τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.)
4) сочетать, объединять, сводитьξυνελὼν λέγω Thuc. — в общем и целом, говорю я;τὸ συνῃρημένον Arst. — связное целое5) суживать, тж. сокращать, ограничивать(τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.)
6) выхватывать, разбивать, уничтожать(ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.)
7) захватывать, завладевать, завоевывать(Σύβαριν Her.)
ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὴ Θρᾴκης χωρία Thuc. — совместно с кем-л. захватить фракийские области8) приводить к концу, заканчивать(πόλεμον, πολιορκίαν Plut.)
τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. — преодолевать расстояние между материками -
8 συναιρεω
(fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)1) схватывать, собирать(χλαῖναν καὴ κώεα Hom.)
2) охватывать, поражать(πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.)
3) постигать, обнимать(τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.)
4) сочетать, объединять, сводитьξυνελὼν λέγω Thuc. — в общем и целом, говорю я;τὸ συνῃρημένον Arst. — связное целое5) суживать, тж. сокращать, ограничивать(τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.)
6) выхватывать, разбивать, уничтожать(ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.)
7) захватывать, завладевать, завоевывать(Σύβαριν Her.)
ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὴ Θρᾴκης χωρία Thuc. — совместно с кем-л. захватить фракийские области8) приводить к концу, заканчивать(πόλεμον, πολιορκίαν Plut.)
τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. — преодолевать расстояние между материками
См. также в других словарях:
ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… … Dictionary of Greek
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
Πλωτίνος — (Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270). Έλληνας φιλόσοφος, είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοπλατωνικής σχολής. Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά στην Αλεξάνδρεια, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, για να… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία — Γνωσιολογική θεωρία που όχι μόνο αρνείται, κατά τον τρόπο του εμπειρισμού, την ύπαρξη γνωστικών αρχών οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και θεωρεί ως μοναδική πηγή της γνώσης την αίσθηση. Όσο κι αν ο όρος α. δεν υιοθετήθηκε στο… … Dictionary of Greek
τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… … Dictionary of Greek