-
1 чувство
-а ουδ.1. η αίσθηση•органы чувст τα όργανα των αισθήσεων•
чувство обоняния η αίσθηση της όσφρησης•
чувство зрения η αίσθηση της όρασης•
чувство слуха η αίσθηση της ακοής•
чувство осязания η αίσθηση της αφής•
чувство вкуса η αίσθηση της γεύσης.
2. πλθ. чувства, чувств οι αισθήσεις•упасть без чувств πέφτω αναίσθητος•
лишиться чувств στερούμαι των αισθήσεων•
привести в чувство συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις•
прийти в чувство συνέρχομαι, σ.ναητώ τις αισθήσεις.
3. το αίσθημα•чувство боли το αίσθημα του πόνου•
чувство любви το αίσβτ\μα της αγάπης•
чувство гордости το αίαβτιΐια της υπερηφάνειας•
достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας•
долга το αίσθημα του καθήκοντος•
чувство ответственности το αίσθημα της ευθύνης•
чувство жалости το αίσθημα του οίκτου.
|| αγάπη, έρωτας.4. συναίσθημα. -
2 сознание
-я ουδ.1. συνείδηση• συναίσθηση•быть без -я είμαι αναίσθητος•
сознание долга συναίσθηση του καθήκοντος•
классовое сознание ταξική συνείδηση•
рост политического -я άνοδος της πολιτικής συνείδησης.
2. (φιλοσ. κ. ψυχολ.) συνείδηση, το συνειδός•сознание есть функция мозга η συνείδηση είναι λειτουργία του μυαλού•
первичность материи и вторичность -я το πρωταρχικό είναι η ύλη και δευτερεύον η συνείδηση•
бытие определяет сознание η ζωή (οι κοινωνικές συνθήκες) καθορίζουν τη συνείδηση•
общественное сознание κοινωνική συνείδηση•
пережитки капитализма в -и людей καπιταλιστικά υπολείμματα στη συνείδηση των ανθρώπων.
3. παλ. παραδοχή, αναγνώριση. || το λογικό.4. οι αισθήσεις•потерять сознание χάνω τις αισθήσεις•
к больному возвратилось сознание ο ασθενής ανέκτησε τις αισθήσεις.
εκφρ.до потери. -я – μέχρι απώλειας των αισθήσεων•жить в -и – διατηρούμαι στη μνήμη, δεν ξεχνιέμαι. -
3 органы чувств
τα όργανα των αισθήσεωντα αισθητήρια όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > органы чувств
-
4 восприятие
восприят||иес ἡ ἀντίληψη [-ις], ἡ πρόσληψη [-ις]:чувственное \восприятие ἡ ἀντίληψη διά τῶν αίσθήσεων способность \восприятиеия ίκανότητα ἀντίληψης, τό ἀντιληπτικόν, ἡ ἀντιληπτικότητα. -
5 прояснение
прояснениес (о погоде) τό καλωσύνε-μα, ἡ αἰθρίαση [-ις], τό ξαστέρωμα· ◊ \прояснение сознания ἡ ἀνάκτηση των αίσθήσεων. -
6 чувство
чувствос в разн. знач. τό αίσθημα, ἡ αἰσθηση [-ίς], τό συναίσθημα, ἡ συ-ναίσθηση [-ις]:органы чувств τά αἰσθητήρια ὀργανα, τά ὀργανα τών αἰσθήσεων \чувство боли αίσθημα πόνου· \чувство гордости αίσθημα περηφάνειας· \чувство жалости τό αίσθημα οίκτου, ἡ συμπόνοια· \чувство собственного достоинства τό αίσθημα τής ἀξιοπρέπειας· \чувство ответственности αίσθημα εὐθύνης· \чувство долга ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος· обман чувств ἡ ψευδαίσθηση[-ις]· лишиться чувств χάνω τίς αίσθήσεις μου, λιποθυμώ· привести в \чувство συνε-φέρνω· прийти в \чувство συνέρχομαι. -
7 senses
noun plural ((usually with my, his, her etc) a person's normal, sane state of mind: He must have taken leave of his senses; When he came to his senses, he was lying in a hospital bed.) πνευματική υγεία,συγκαλά/ ανάκτηση των αισθήσεων -
8 обман
-а α.1. απάτη, φενάκη, κατεργαριά ψευτιά, δόλος, ξεγέλασμα•добиться чего—л. -ом κατορθώνω κάτι με απάτη•
впасть в обман ξεγελιέμαι, την πατώ.
2. παραπλάνηση, εξαπάτηση•вести в обман παραπλανώ, εξαπατώ.
3. πλάνη•обман чувств πλάνη των αισθήσεων, ψευδαίσθηση•
обман зрения οφθαλμαπάτη.
-
9 протрезвление
-я ουδ.ανάκτηση των αισθήσεων ξεμέθυσμα. || μτφ. ανάνηψη. -
10 ступор
-а α.(ιατρ.) νάρκωση των αισθήσεων, κάρωση, αναισθησία. -
11 трансцендентальный
επ., βρ: -лен, -льна,. -льно (φιλοσ.) ο πέρα του νου και των αισθήσεων, ασύλληπτος• υπερα ισθητός, υπερνοη-τός. -
12 трансцендентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. υπεραισθητός (ο πέραν των αισθήσεων) ασύλληπτος• άγνωστος.2. (μαθ.) υπερβατικός•-ые числа υπερβατικοί αριθμοί.
См. также в других словарях:
ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… … Dictionary of Greek
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
Πλωτίνος — (Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270). Έλληνας φιλόσοφος, είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοπλατωνικής σχολής. Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά στην Αλεξάνδρεια, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, για να… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία — Γνωσιολογική θεωρία που όχι μόνο αρνείται, κατά τον τρόπο του εμπειρισμού, την ύπαρξη γνωστικών αρχών οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και θεωρεί ως μοναδική πηγή της γνώσης την αίσθηση. Όσο κι αν ο όρος α. δεν υιοθετήθηκε στο… … Dictionary of Greek
τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… … Dictionary of Greek