-
1 παρα-τρώγω
παρα-τρώγω (s. τρώγω), benagen, benaschen; τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν Ar. Ran. 988, vgl. Pax 415; Hippocr. u. Sp. nur c. gen., τῶν ἑαυτοῠ πλοκάμων παρέτραγεν, Ael. H. A. 1, 27; auch δικῶν τε καὶ δικαστηρίων, Philostr.
1 παρα-τρώγω
παρα-τρώγω (s. τρώγω), benagen, benaschen; τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν Ar. Ran. 988, vgl. Pax 415; Hippocr. u. Sp. nur c. gen., τῶν ἑαυτοῠ πλοκάμων παρέτραγεν, Ael. H. A. 1, 27; auch δικῶν τε καὶ δικαστηρίων, Philostr.