-
1 τῡφεδανός
τῡφεδανός, ὁ, ein faselnder, kindischer Mensch, der den Leuten Qualm und blauen Dunst vormacht, ein Windbeutel oder ein dummer, blödsinniger, stupider Mensch; Ar. Vesp. 1364, Schol. ἐπεὶ τυφογέροντας εἰώϑασι λέγειν τοὺς παραληροῦντας καὶ ἀξίους τετύφϑαι. S. τυφογέρων u. vgl. στυφεδανός.
-
2 τῡφεδανός
τῡφεδανός, ὁ, ein faselnder, kindischer Mensch, der den Leuten Qualm und blauen Dunst vormacht, ein Windbeutel oder ein dummer, blödsinniger, stupider Mensch -
3 στῡφεδανός
στῡφεδανός, ὁ, s. τυφεδανός.
-
4 τηλεδανός
-
5 τῡφο-γέρων
τῡφο-γέρων, οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.
См. также в других словарях:
τυφεδανός — τῡφεδανός , τυφεδανός stupid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek
ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
στυφεδανός — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυφεδανός … Dictionary of Greek
τυφεδανοί — τῡφεδανοί , τυφεδανός stupid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανούς — τῡφεδανούς , τυφεδανός stupid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανέ — τῡφεδανέ , τυφεδανός stupid masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)