-
1 τῑτᾱνώδης
-
2 Τιτανώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τιτανώδης
-
3 τῑτᾱνώδης
τῑτᾱνώδης, ες, titanenartig -
4 Τιτανώδης
Τῑτᾱνώδης, Τιτανώδηςmasc /fem acc pl (attic epic doric)Τῑτᾱνώδης, Τιτανώδηςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)Τῑτᾱνώδης, Τιτανώδηςmasc /fem nom sg -
5 Τιτανώδες
-
6 Τιτανῶδες
-
7 Τιτανώδους
Τῑτᾱνώδους, Τιτανώδηςmasc /fem /neut gen sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
Τιτανώδης — Τῑτᾱνώδης , Τιτανώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) Τῑτᾱνώδης , Τιτανώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) Τῑτᾱνώδης , Τιτανώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτανώδης — (I) ῶδες, Α [Τιτᾱνες] 1. τιτανικός, τιτάνιος («τιτανῶδες καὶ κατεγνωκὸς τοῡ θείου τὸ φρόνημα λαμβάνῃ», Αγα θαρχ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τιτανῶδες φοβερά («τὰς ὀφρῡς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὐτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων», Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek
Τιτανῶδες — Τῑτᾱνῶδες , Τιτανώδης masc/fem voc sg Τῑτᾱνῶδες , Τιτανώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανώδους — Τῑτᾱνώδους , Τιτανώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)