-
1 τιτίζω
A like πιππίζω, cry 'ti, ti', cheep like a young bird; τιτίζοντας was the reading of Zenod. for τετριγῶτας in Il.2.314. (Onomatop.) -
2 τιτίζουσι
τιτίζωcry 'ti: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)τιτίζωcry 'ti: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
3 τιτίζουσιν
τιτίζωcry 'ti: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)τιτίζωcry 'ti: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
4 τιτίζειν
τιτίζωcry 'ti: pres inf act (attic epic) -
5 τιτίζοντας
τιτίζωcry 'ti: pres part act masc acc pl -
6 τιτιγόνιον
τιτιγόνιον, τό,A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf.ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40
), prob. cj. in Arist.HA 556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών ( τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτιγόνιον
-
7 τεττίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεττίζω
-
8 τιττυβίζω
τιττῠβίζω, prop. of the cry of the common partridge, distd. from κακκαβίζω (of the Greek partridge), Thphr.Fr. 181: generally,A like τιτίζω, of swallows and other small birds, twitter, chirrup, Babr. 131.7: c. acc. cogn.,τ. κέλαδον παντομιγῆ Lyr.Alex.Adesp.7.5
; cf. ἀμφιτιττυβίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιττυβίζω
См. также в других словарях:
τιτίζω — Α τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιτίζουσι — τιτίζω cry ti pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιτίζω cry ti pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτίζουσιν — τιτίζω cry ti pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιτίζω cry ti pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτίζειν — τιτίζω cry ti pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτίζοντας — τιτίζω cry ti pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… … Dictionary of Greek
τινθυρίζω — Α (για πτηνά) τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιτίς — ίδος, ἡ, ΜΑ 1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει 2. το γυναικείο αιδοίο 3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο μσν. (κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω*] … Dictionary of Greek
τιτιγόνιον — τὸ, Α είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. *τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα ιον (πρβλ. αηδόν ιον,) από ρ. τιτίζω*, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιττυβίζω — ΝΑ, και τιτυβίζω και τιτιβίζω Ν (για πουλί) κελαηδώ νεοελλ. (για πρόσ) μιμούμαι το κελάηδημα τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. αρχ. ινδ. tittira «πέρδικα»), βλ. και λ. τιτιγόνιον, τιτίζω, ψιθυρίζω] … Dictionary of Greek