-
1 τιμαλφης
2[ἀλφάνω]1) чтимый, прославляемый Aesch.2) высоко ценимый(κτῆμα Plat.)
χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. — драгоценный груз золота
См. также в других словарях:
πολυαλφής — ές, Α αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ αλφής)] … Dictionary of Greek