-
1 τιμιοτης
-
2 τῑμιότης
τῑμιότης, ητος, ἡ, Schätzung, Würdigung, Ehre, zw.
-
3 τῑμιότης
τῑμιότης, ητος, ἡ, Schätzung, Würdigung, Ehre -
4 τιμιότης
τιμιότης, ητος, ἡ (τίμιος; Aristot. et al.; in pap as an honorary title) richness, prosperity abstract for concrete abundance of costly things Rv 18:19.—DELG s.v. τιμή. M-M. -
5 τιμιότης
τῑμιότης, τιμιότηςdignity: fem nom sg -
6 τιμιότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τιμιότης
-
7 τιμιότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τιμιότης
-
8 τιμιότης
драгоценности, богатство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τιμιότης
-
9 τιμιότης
2 costliness, Apoc.18.19.II as form of address, ἡ σὴ τ. PAmh.2.145 (iv/v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμιότης
-
10 τιμιότητα
τῑμιότητα, τιμιότηςdignity: fem acc sg -
11 τιμιότητι
τῑμιότητι, τιμιότηςdignity: fem dat sg -
12 τιμιότητος
τῑμιότητος, τιμιότηςdignity: fem gen sg -
13 5094
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5094
См. также в других словарях:
τιμιότης — τῑμιότης , τιμιότης dignity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιότητα — η / τιμιότης, ητος, ΝΑ [τίμιος] νεοελλ. η ιδιότητα και ο χαρακτήρας τού τίμιου, εντιμότητα, ευσυνειδησία αρχ. 1. η ιδιότητα αυτού που γίνεται αντικείμενο τιμής και σεβασμού 2. υλικός πλούτος, πολυτέλεια 3. φρ. «ἡ σὴ τιμιότης» (τύπος προσφώνησης)… … Dictionary of Greek
CENSURA — apud Coripppum, 1. 2. Adspexit laetus opoulos, vultuque modestô Circumfusa videns plaudetnum milia risit, Censuram servans et plebi gaudia donans. Et l. 4. Conscendit princeps trabeâ succinctus avitâ, Regalem ditans augustâ fronte coronam,… … Hofmann J. Lexicon universale
ՊԱՏՈՒԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c գ. τιμιότης honorabilitas, pretiositas. Պատուականն գոլ. լաւութիւն պիտուականութիւն, աղեկութիւն. ... *Ամենեքեան մեծանայաք՝ որք ունէաք զնաւս ʼի ծովս, վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τιμιότητα — τῑμιότητα , τιμιότης dignity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιότητι — τῑμιότητι , τιμιότης dignity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμιότητος — τῑμιότητος , τιμιότης dignity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)