Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῑμιότης

См. также в других словарях:

  • τιμιότης — τῑμιότης , τιμιότης dignity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμιότητα — η / τιμιότης, ητος, ΝΑ [τίμιος] νεοελλ. η ιδιότητα και ο χαρακτήρας τού τίμιου, εντιμότητα, ευσυνειδησία αρχ. 1. η ιδιότητα αυτού που γίνεται αντικείμενο τιμής και σεβασμού 2. υλικός πλούτος, πολυτέλεια 3. φρ. «ἡ σὴ τιμιότης» (τύπος προσφώνησης)… …   Dictionary of Greek

  • CENSURA — apud Coripppum, 1. 2. Adspexit laetus opoulos, vultuque modestô Circumfusa videns plaudetnum milia risit, Censuram servans et plebi gaudia donans. Et l. 4. Conscendit princeps trabeâ succinctus avitâ, Regalem ditans augustâ fronte coronam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ՊԱՏՈՒԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c գ. τιμιότης honorabilitas, pretiositas. Պատուականն գոլ. լաւութիւն պիտուականութիւն, աղեկութիւն. ... *Ամենեքեան մեծանայաք՝ որք ունէաք զնաւս ʼի ծովս, վասն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τιμιότητα — τῑμιότητα , τιμιότης dignity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμιότητι — τῑμιότητι , τιμιότης dignity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμιότητος — τῑμιότητος , τιμιότης dignity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»