-
1 τιμητης
- οῦ ὅ1) оценщик, преимущ. юр. определитель наказания, тж. штрафа Plat., Arst. -
2 τῑμητής
τῑμητής, ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσϑων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp.
-
3 τῑμητής
τῑμητής, ὁ, der Schätzende, der den Wert oder Preis bestimmt; der in einem Prozesse die Strafe abschätzt und zuerkennt. Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt -
4 τιμητής
τῑμητής, τιμητήςvaluer: masc nom sg -
5 τιμητής
ο тот, кто резко критикует, порицает -
6 τιμητής
[тимитис] οοσ. а. оценщик, цензор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τιμητής
-
7 τιμητής
[тимитис] ουσ а. оценщик, цензор. -
8 τιμητής
A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg. 843d;τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al. 1427b6
; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; [dialect] Boeot. [full] τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμητής
-
9 φιλ-επι-τῑμητής
φιλ-επι-τῑμητής, ὁ, der gern tadelt, der Tadelsüchtige, Isocr. 1, 31, vom φιλαίτιος unterschieden; Ath. VIII, 385.
-
10 δια-τῑμητής
δια-τῑμητής, ὁ, der Abschätzer, Taxator, Sp.
-
11 ἀπο-τῑμητής
ἀπο-τῑμητής, ὁ, der Abschätzende u. die Hypothek Annehmende, Harpocr. B. A. 437.
-
12 ἐπι-τῑμητής
ἐπι-τῑμητής, ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
-
13 ὑπο-τῑμητής
ὑπο-τῑμητής, ὁ, der herabschätzt, dagegenschätzt, Sp. – Bei den Römern subcensor, D. Cass. 52, 21.
-
14 τιμητά
τῑμητά̱, τιμητήςvaluer: masc nom /voc /acc dualτῑμητά, τιμητήςvaluer: masc voc sgτῑμητά, τιμητήςvaluer: masc nom sg (epic)τῑμητά, τιμητόςvalued: neut nom /voc /acc plτῑμητά̱, τιμητόςvalued: fem nom /voc /acc dualτῑμητά̱, τιμητόςvalued: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 τιμητάς
τῑμητά̱ς, τιμητήςvaluer: masc acc plτῑμητά̱ς, τιμητήςvaluer: masc nom sg (epic doric aeolic)τῑμητά̱ς, τιμητόςvalued: fem acc pl -
16 censitor
cēnsītor, ōris, m. (1. censeo) = τιμητής(Gloss.), der Taxierer, Zensor, bes. der Steuer, Ulp. dig. 50, 15, 4. § 1. Cassiod. var. 9, 11. Corp. inscr. Lat. 3, 1463: censētor geschr., Sidon. ep. 8, 8, 3. Alcim. Avit. 6, 612.
-
17 επιτιμητης
-
18 τιμητή
τῑμητῇ, τιμητήςvaluer: masc dat sg (attic epic ionic)τῑμητῇ, τιμητόςvalued: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 τιμητῇ
τῑμητῇ, τιμητήςvaluer: masc dat sg (attic epic ionic)τῑμητῇ, τιμητόςvalued: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 τιμηταίς
См. также в других словарях:
τιμητής — ο 1. άρχοντας στην αρχαία Ρώμη, που εκτιμούσε τις περιουσίες των πολιτών: Κάτων ο τιμητής. 2. αυτός που συστηματικά επικρίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμητής — τῑμητής , τιμητής valuer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… … Dictionary of Greek
Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Πρεσβύτερος ή Τιμητής — (Marcus Porcius Cato, Τούσκουλο 234 – Ρώμη 149 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας. Για να διακρίνεται από τον δισέγγονό του, του δόθηκε η προσωνυμία Πρεσβύτερος. Καθώς καταγόταν από οικογένεια γεωργών, ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη γεωργία… … Dictionary of Greek
κήνσωρ — (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά… … Dictionary of Greek
Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… … Dictionary of Greek
τιμητά — τῑμητά̱ , τιμητής valuer masc nom/voc/acc dual τῑμητά , τιμητής valuer masc voc sg τῑμητά , τιμητής valuer masc nom sg (epic) τῑμητά , τιμητός valued neut nom/voc/acc pl τῑμητά̱ , τιμητός valued fem nom/voc/acc dual τῑμητά̱ , τιμητός valued … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
τιμητάς — τῑμητά̱ς , τιμητής valuer masc acc pl τῑμητά̱ς , τιμητής valuer masc nom sg (epic doric aeolic) τῑμητά̱ς , τιμητός valued fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CENSITOR — Graece Τιμητὴς, Α᾿πογραφεὺς, Ε᾿ξιςωτὴς, vide hîc infra … Hofmann J. Lexicon universale