-
1 επιβουλη
ἥ1) замысел, намерение, планτῇ ἐπιβοολῇ и μετ΄ ἐπιβουλῆς Plat. — умышленно, преднамеренно
2) преимущ. злой умысел(ἐπιβουλέν ἀρτύειν Her. и ἐπιβουλεύειν Lys., δυσμένειαι καὴ ἐπιβουλαί Plat.)
ἐξ ἐπιβουλῆς Thuc., Xen., Plat., Arst. — со злым умыслом, коварно -
2 ἐπιβουλή
{сущ., 4}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιβουλή
-
3 επιβουλή
{сущ., 4}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιβουλή
-
4 επιβουλή
η посягательство, покушение -
5 ἐπιβουλή
замысел, злоумышление, намерение (злое), умысел.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιβουλή
-
6 επιβουλή
[эпивули] ουσ θ заговор, замысел. -
7 επιβουλια
-
8 επιθαλαμιος
-
9 1917
{сущ., 4}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1917
См. также в других словарях:
ἐπιβουλῇ — ἐπιβουλή plan formed against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλή — plan formed against fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβουλή — η (AM ἐπιβουλή) [επιβουλεύω] σχέδιο ενεργειών, μυστική προετοιμασία και δόλιες ενέργειες εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
επιβουλή — η ύπουλη σκέψη ή ενέργεια εναντίον άλλου, μηχανορραφία, σκευωρία, δολοπλοκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβούλῃ — ἐπί βούλομαι will pres subj mp 2nd sg ἐπί βούλομαι will pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῆι — ἐπιβουλῇ , ἐπιβουλή plan formed against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλαῖς — ἐπιβουλή plan formed against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλαί — ἐπιβουλή plan formed against fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῆς — ἐπιβουλή plan formed against fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλῇσι — ἐπιβουλή plan formed against fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλήν — ἐπιβουλή plan formed against fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)