-
1 τητά
-
2 τητᾷ
-
3 τῆτα
-
4 влагопроницаемость
η υδροπερατό-τητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > влагопроницаемость
-
5 водопроницаемость
η υδατοπερατό-τηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водопроницаемость
-
6 притупляться
1. (становиться тупым) αμβλύνομαι, στομώνω 2. (утрачивать остроту, силу, ослабевать) μειώνω την αιχμήρό-τητα, καθιστώ κάτι αμβλύРусско-греческий словарь научных и технических терминов > притупляться
-
7 проходимость
1. (местности) η διαβατό-τητα, η δυνατότητα διάβασης 2. (транспортного средства) η ικανότητα διάβασης (του μεταφορικού μέσου) 3. мед. η διαπερατότητα, η διαβατότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проходимость
-
8 расплывчатость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расплывчатость
-
9 седловатость
(палубы) мор. η σιμό-τητα του καταστρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > седловатость
-
10 теплостойкий
θερμοανθεκτικός-ость η θερμοανθεκτικότητα, η θερμοσταθερό-τηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплостойкий
-
11 термоэластичность
η θερμοελαστικό-τητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термоэластичность
-
12 жестокость
-
13 авторитет
авторитетм1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής. -
14 близость
близостьж1. (по месту) ἡ κοντινό-τητα [-ης], ἡ ἐγγύτητα [-ης], ἡ γειτνίαση [-ις];2. (по времени) τό ἐπικείμενο;3. (сходство) ἡ ὀμοιότητα [-ης]:\близость взглядов ἡ ἐγγύτητα τῶν ἀπόψεων4. (в отношениях) ἡ ὁΙκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση;5. (родство) ἡ συγγένεια -
15 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας. -
16 видимость
ви́дим||остьж1. ἡ ὁρατότητα, τό ὀρατόν:хорошая (плохая) \видимость καλή (κακή) ὁρατότητα·2. (кажущееся) ἡ φαινομενικό-τητα, ἡ ἐπίφαση [-ις]:э́то только \видимость φαινομενικά εἶναι ἐτσν ◊ для \видимостьости γιά τό μάτια, κατ' ἐπίφασιν. -
17 вирулентность
вирулентностьж мед. ἡ φαρμακερό-τητα, τό φαρμακερό[ν]. -
18 внимательность
внимательн||остьж \. ἡ προσεκτικό-τητα, ἡ προσοχή, τό ἐνδιαφέρον2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση [-ις]. -
19 гадость
гадостьж разг ἡ βρωμιά, ἡ ποταπό-τητα [-ις]/ ἡ αίσχρότητα [-ις], ἡ κακοήθεια (непристойность):какая \гадость1 τί αίσχος!, τί βρωμιἄ.· сделать \гадость кокту-л. κάνω παληανθρωπιά (или βρωμοδουλειά) σέ κάποιον. -
20 дальиовидность
дальиови́дн||остьж ἡ διορατικότητα [-ης], ἡ προνοητικότητα, ἡ προορατικό-τητα [-ης] / ἡ ὁξυδέρκεια (проницательность).
См. также в других словарях:
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
τήτα — Α επίρρ. βλ. τῆτες … Dictionary of Greek
τητᾷ — τητάομαι to be in want pres subj mp 2nd sg τητάομαι to be in want pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ADULTA Nox — apud Avienum in Arateis, Vel duri sideris index Scorpius exoriens sit tempore noctis adultae, Hic matutino veniens procul aequore Chelum Erigit ex pelago, Ubi secorpium exorientem, noctis adultae tempore facit: est illud tempus seu illa pars… … Hofmann J. Lexicon universale
AMARUM — in coloribus, idem quod austerum, plenum, saturum, etc. Sic πικρὸν Graecis in tinctura vel colore, quod valde coloratum est. Epiphanius de Smaragdo, Καὶ ὁ μὲν Νερωνιανὸς πικρός ἐςτι τῶ εἴδει σφόδρα χλωρίζων, Et Neronianus quidem amarus, aspectu,… … Hofmann J. Lexicon universale
ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… … Hofmann J. Lexicon universale
CREBRATA Tela — apud Plin. l. 11. c. 24. ubi de aranearum teils, Quam non ad haec videtur pertinere crebratae pexitas telae et quadam politurae arte, per se tenax ratio tramae: est tela dense texta et multô subtemine farta, quae res pexitatem floccorum facit.… … Hofmann J. Lexicon universale
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
πλουσότη — η, ΝΜ, και πλουσότητα Ν ο πλούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + κατάλ. τη / τητα (πρβλ. ανθρωπό τη, ισό τη)] … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… … Dictionary of Greek