Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆτα

См. также в других словарях:

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • τήτα — Α επίρρ. βλ. τῆτες …   Dictionary of Greek

  • τητᾷ — τητάομαι to be in want pres subj mp 2nd sg τητάομαι to be in want pres ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ADULTA Nox — apud Avienum in Arateis, Vel duri sideris index Scorpius exoriens sit tempore noctis adultae, Hic matutino veniens procul aequore Chelum Erigit ex pelago, Ubi secorpium exorientem, noctis adultae tempore facit: est illud tempus seu illa pars… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMARUM — in coloribus, idem quod austerum, plenum, saturum, etc. Sic πικρὸν Graecis in tinctura vel colore, quod valde coloratum est. Epiphanius de Smaragdo, Καὶ ὁ μὲν Νερωνιανὸς πικρός ἐςτι τῶ εἴδει σφόδρα χλωρίζων, Et Neronianus quidem amarus, aspectu,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CREBRATA Tela — apud Plin. l. 11. c. 24. ubi de aranearum teils, Quam non ad haec videtur pertinere crebratae pexitas telae et quadam politurae arte, per se tenax ratio tramae: est tela dense texta et multô subtemine farta, quae res pexitatem floccorum facit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • πλουσότη — η, ΝΜ, και πλουσότητα Ν ο πλούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + κατάλ. τη / τητα (πρβλ. ανθρωπό τη, ισό τη)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»