Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῆς+ὥρας

  • 61 συμψηφίζω

    συμψηφίζω (as a mid. Aristoph., X. et al.) in our lit. act. (as PGM 13, 348) 1 aor. συνεψήφισα to calculate a total, count up, compute τὶ someth. τὰς τιμὰς αὐτῶν the price of them (=the books) Ac 19:19. S. also συνοψίζω.—τὴν ποσότητα τῆς δαπάνης count up the amount of the cost Hs 5, 3, 7 v.l. τὰς ὥρας count the hours v 3, 1, 4 v.l.—The pass. (cp. Appian, Bell. Civ. 3, 22 §83; Sb 7378, 9 [II A.D.]; Jer 30:14 v.l.) συνεψηφίσθη μετὰ τ. ἀποστόλων he was counted as one of the apostles Ac 1:26 D (for συγκατεψηφίσθη). (Verbs compounded w. σύν are oft. used w. μετά in the LXX: Johannessohn, Präp. 205.)—DELG s.v. ψῆφος. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συμψηφίζω

  • 62 συνοψίζω

    συνοψίζω 1 aor. συνώψισα (σύν + *ὀψίζω ‘to engage in seeing’, via ὄψις; PTebt 82, 2 [II B.C.]; StudPal 70 [I A.D.]; Simplicius in Aristot. Phys. 918, 13) to make a calculation, estimate, count τὰς ὥρας Hv 3, 1, 4 (v.l. συνεψήφισα). τὴν ποσότητα τῆς δαπάνης calculate the expense Hs 5, 3, 7 (some edd. συμψηφίσας).—Cp. DELG s.v. ὄπωπα.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συνοψίζω

  • 63 τράπεζα

    τράπεζα, ης, ἡ (Hom.+; ins, pap, LXX, TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr, JosAs; SibOr 5, 470; EpArist; Philo; Joseph.; Ath., R. 4 p. 52, 21; loanw. in rabb.)
    a structure or surface on which food or other things can be placed, table
    of a cultic object: the table of showbread (cp. 1 Macc 1:22 τρ. τῆς προθέσεως; Ex 25:23–30; Jos., Bell. 5, 217) Hb 9:2. Of the τράπεζα τοῦ θεοῦ in the tabernacle, upon which Moses laid the twelve rods 1 Cl 43:2.
    specif. the table upon which a meal is spread out (Hom. et al.; Jos., Ant. 8, 239) Mt 15:27; Mk 7:28; Lk 16:21; 22:21. Of the heavenly table at which the Messiah’s companions are to eat at the end of time vs. 30 (s. JJeremias, Zöllner u. Sünder, ZNW 30, ’31, 293–300). Also in γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα it is prob. (cp. Jos., Ant. 6, 363) that this kind of table is meant Ro 11:9 (Ps 68:23).—The contrast betw. τράπεζα κυρίου and τρ. δαιμονίων 1 Cor 10:21 is explained by the custom of eating a cult meal in the temple of divinities worshiped by polytheists (POxy 110 ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι εἰς κλείνην τοῦ κυρίου Σαράπιδος ἐν τῷ Σαραπείῳ αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε´, ἀπὸ ὥρας θ´ ‘Chaeremon requests you to dine at the table of Sarapis in the Sarapeum on the morrow, the 15th, at the ninth hour’; 523; POslo 157 [all three II A.D.]; Jos., Ant. 18, 65. τράπεζα of the table of a divinity is found in such and similar connections Diod S 5, 46, 7 τρ. τοῦ θεοῦ; SIG 1106, 99 ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὴν τοῦ θεοῦ; 1022, 2; 1038, 11; 1042, 20; LBW 395, 17 Σαράπιδι καὶ Ἴσιδι τράπεζαν; POxy 1755. Cp. Sb 8828, 4 [180–82 A.D.] ἐν ὀνίροις τὸ συμπόσιον ποιῆσαι τοῦ κυρίου Σεράπιδος=celebrate the meal with Lord Sarapis in dreams; s. also New Docs 1, 5–9; 2, 37; 3, 69.—Ltzm., Hdb. exc. on 1 Cor 10:21; HMischkowski, D. hl. Tische im Götterkultus d. Griech. u. Römer, diss. Königsberg 1917).
    the table on which the money changers display their coins (Pla., Ap. 17c; cp. PEleph 10, 2 [223/222 B.C.] the τραπεζῖται ἐν τοῖς ἱεροῖς) Mt 21:12; Mk 11:15; J 2:15. Hence simply bank (Lysias, Isocr., Demosth. et al.; EpArist; Jos., Ant. 12, 28; ins; PEleph 27, 23; POxy 98 al. in pap. The Engl. ‘bank’ is the money-lender’s ‘bench’; s. OED s.v. bank sb.3) διδόναι τὸ ἀργύριον ἐπὶ τράπεζαν put the money in the bank to bear interest Lk 19:23.—Ac 6:2 may contain humorous wordplay, which mingles the idea of table service and accounting procedures: serve as accountants (on the banking terminology s. Field, Notes 113, referring to Plut., Caesar 721 [28, 4]; 739 [67, 1], but w. discount of meal service as a referent. In addition to Field’s observations note the prob. wordplay relating to λόγος [for its commercial nuance s. λόγος 2a on the same verse; s. also Goodsp., Probs. 126f, w. reff. to pap]. For epigraphs s. RBogaert, Epigraphica III ’76 index).—B. 352 (meal); 483; 778 (bank).
    that which is upon a table, a meal, food, metonymic ext. of 1 (Eur., Alc. 2; Hdt. 1, 162; Pla., Rep. 3, 404d; Lucian, Dial. Mort. 9, 2; Athen. 1, 25e) παραθεῖναι τράπεζαν set food before someone (Thu. 1, 130; Chariton 1, 13, 2; Aelian, VH 2, 17; Jos., Ant. 6, 338.—Ps 22:5 ἑτοιμάζειν τρ.) Ac 16:34; τράπ. κοινήν (κοινός 1a) Dg 5:7. ὁρίζειν τράπεζαν order a meal D 11:9. διακονεῖν τραπέζαις wait on tables, serve meals Ac 6:2 (so ELohmeyer, JBL 56, ’37, 231; 250f, but s. 1c above).—See GRichter, The Furniture of the Greeks, Etruscans, and Romans ’66; Kl. Pauly III 1224f; BHHW III 1991–93.—DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τράπεζα

  • 64 ἐξαγοράζω

    ἐξαγοράζω (s. ἀγοράζω) 1 aor. ἐξηγόρασα. The commercial associations of the vb. ‘buy, buy up’ τὶ ‘someth.’ (Polyb. 3, 42, 2; Plut., Crass. 543 [2, 5]) or ‘redeem’ (lit. ‘buy back’), ‘deliver’ τινά ‘someone’ (Diod S 15, 7, 1; 36, 2, 2; not in LXX) invite a variety of extended usage:
    to secure deliverance of, deliver, liberate τοὺς ὑπὸ νόμον those who are subject to the law Gal 4:5. The thing from which deliverance is obtained is added with ἐκ: ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου 3:13 (Dssm., LO 270–78 [LAE 322–34]; w. ἀπὸ Ar. 11, 3).
    to gain someth., esp. advantage or opportunity, make the most of. The sense of the act. in Da 2:8 (καιρὸν ὑμεῖς ἐξαγοράζετε) is ‘gain’ or ‘buy time’: the king’s oneiromancers face an hour of peril in which there are no options except to deliver what the monarch requests. The mid. ἐξαγοράζεσθαι τ. καιρόν Col 4:5; Eph 5:16 appropriately expresses choice in perilous times (ὅτι αἱ ἡμέραι πόνηραί εἰσιν) make the most of the time or opportunity in the sense ‘take advantage of any opportunity that comes your way’. (The context of Col. 4:5 relates to opportunity for evangelism; Eph 5:16 to avoidance of anything that inteferes with understanding of the Lord’s will.) S. also καιρός 1b; cp. Plut., Sert. 571 [6, 6] καιρὸν ὠνεῖσθαι, Phil. 364 [15] ἁρπάσας τὸν καιρόν; cp. OED s.v. redeem 8, ‘save (time) fr. being lost’.—RPope, ET 22, 1911, 552–54. For other interpretations, s. the lit. and 3 below.
    The earliest occurrence of ἐ. suggests a further sense for the verb when used with the acc. buy off (Heraclides [III B.C.], Reisebilder 1951 §22 p. 82 FPfister: τὸν ἀδικηθέντα ἐξαγοράζειν=buy off the claims of the injured man, satisfy the one who has been wronged). So also the mid. διὰ μιᾶς ὥρας τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι with a single hour (of torment) buying off (avoiding) eternal punishment MPol 2:3 v.l. (cp. Iren., 5, 1, 2 [Harv. II 316, 8]). ἐ. in Col and Eph (s. 2 above) can be understood from this perspective, if 1 Cor 7:29–32 is taken into account (the καιρός is συνεσταλμένος and its ‘evil’ days present wrathful demands which must be satisfied).—Some mss. of MPol 2:3 read ζωήν instead of κόλασιν; in that case ἐ. would mean purchase (s. KLake, transl. ad loc., n. 2, also transll. of Kleist and Goodsp.).—SLyonnet, Biblica 42, ’61, 85–89, Sin, Redemption and Sacrifice, ’70, 104–19.—M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐξαγοράζω

См. также в других словарях:

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • ωριαία σήματα — Σήματα για τη μετάδοση της ακριβούς ώρας, ιδιαίτερα στους ναυτικούς και τους γεωδαίτες καθώς και στα επιστημονικά κέντρα και γενικά σε αυτούς που έχουν ανάγκη του ακριβούς χρόνου. Εκπέμπονται κάθε μία ώρα ή σε ορισμένες ώρες της ημέρας και της… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»