-
1 τέχνη
A art, skill, cunning of hand, esp. in metalworking, Od.3.433, 6.234, 11.614; also of a shipwright, Il.3.61; of a soothsayer, A.Ag. 249 (pl., lyr.), Eu.17, S.OT 389, etc.;τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Pi.N.1.25
;ὤπασε τ. πᾶσαν Id.O.7.50
.2 craft, cunning, in bad sense, δολίη τ. Od.4.455, Hes.Th. 160: pl., arts, wiles, Od.8.327.332, Hes.Th. 496, 929;δολίαις τέχναισι χρησάμενος Pi.N.4.58
; τέχναις τινός by his arts (or simply by his agency), Id.O.9.52, P.3.11; τέχνην κακὴν ἔχει he has a bad trick, Hes.Th. 770, cf. Pi.I.4(3).35(53), S Ph.88, etc.3 way, manner, or means whereby a thing is gained, without any definite sense of art or craft, μηδεμιῇ τ. in no wise, Hdt.1.112; ἰθέῃ τ. straight way, Id.9.57; πάσῃ τ. by all means, Ar.Nu. 1323, Th.65, Ec. 366; παντοίᾳ τ. S.Aj. 752, etc.;οὐκ ἀποστήσομαι.. οὔτε τ. οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ IG12.39.22
;πάσῃ τ. καὶ μηχανῇ X.An.4.5.16
;μήτε τ. μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Lys.13.95
.II an art, craft, , cf. IG12.678; τὴν τ. ἐπίστασθαι to know the craft, Hdt.3.130; φλαύρως ἔχειν τὴν τ. ibid.;τῆς τ. ἔμπειρος Ar.Ra. 811
; ταύτην τέχνην ἔχει he makes this his trade, Lys.1.16, cf. 6.7; ἐν τῇ τ. εἶναι practise it, S.OT 562, Pl.Prt. 317c; ἐπὶ τέχνῃ μαθεῖν τι to learn a thing professionally, opp. ἐπὶ παιδείᾳ, ib. 312b, cf. 315a;τέχναι καὶ ἐργασίαι X.Mem.3.10.1
; τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι having made a trade of it, D.37.53; τέχνας ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι, to practise them,X. Cyr.1.6.26,41 ([voice] Pass.), Oec.4.3; πατρῴαν τέχναν ἐργάζεσθαι ἁλιεύεσθαι Πρακτικὰ Ἀρχ. Ἑτ.1932.52 (Dodona, iv B.C.); ἰατρὸς τὴν τ. POxy. 40.5 (ii A.D.); τεθεραπευκὼς ἀνεγκλήτως τῇ τ., of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); παραμενῶ πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς τ. (viz. weaving) Sammelb. 7358.20 (iii A.D.); ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι live by them, X.Lac. 7.1.III an art or craft, i.e. a set of rules, system or method of making or doing, whether of the useful arts, or of the fine arts, Epich.171.11, Pl.Phdr. 245a, Arist.Rh. 1354a11, EN 1140a8;ἡ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ' ἀπειρία τύχην Polus
ap. eund.Metaph. 981a4; ἡ περὶ τοὺς λόγους τ. the Art of Rhetoric, Pl.Phd. 90b; οἱ τὰς τ. τῶν λόγων συντιθέντες systems of rhetoric, Arist.Rh. 1354a12, cf. Isoc.13.19, Pl.Phdr. 271c, Phld.Rh.2.50 S., al.; hence title of various treatises on Rhetoric (v. VI; but rather tricks of Rhetoric, in Aeschin. 1.117); τέχνῃ by rules of art, Pl.Euthd. 282d;ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Id.R. 381b
; ; ἄνευ τέχνης, μετὰ τέχνης, Id.Phd. 89e: τ. defined as ἕξις ὁδοποιητική, Zeno Stoic.1.20, cf. Cleanth. ib.1.110.IV = τέχνημα, work of art, handiwork,κρατῆρες.., ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη S.OC 472
;ὅπλοις.., Ἡφαίστου τέχνῃ Id.Fr. 156
, cf. Str.14.1.14, PLond.3.854.4 (ii A.D.), Paus.6.25.1, al.V = συντεχνία, ἡ τ. τῶν λιθουργῶν, τῶν σακκοφόρων, Dumont-Homolle Mélanges d' archéol. et d' épigr.p.378 No.65,66 ([place name] Perinthus); τ. βυρσέων, συροποιῶν, IGRom.1.717,1482 (both Philippopolis); τοὺς καταλειπομένους ἀπὸ τῇς τ. BGU1572.12 (ii A.D.); ὁ χαλκεὺς ἀπὸ τῆς τ. SIG 1140 ([place name] Amphipolis).VI treatise on Grammar, D.T. tit., or on Rhetoric, Anaximenes Lampsacenus tit.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek