-
61 cotton candy
((American) candy floss.) μαλλί της γριάς -
62 crèche
[kreʃ]1) (a nursery for babies whose mothers are at work etc: Some factories have creches for the children of their workers.) παιδικός σταθμός2) (a miniature stable with figurines of the Virgin Mary, Joseph, baby Jesus etc.) τυποποιημένη απεικόνιση της γέννησης του Χριστού -
63 daylight
1) (( also adjective) (of) the light given by the sun: daylight hours.) φως της μέρας2) (dawn: To get there on time we must leave before daylight.) αυγή -
64 daytime
noun (the time when it is day.) διάρκεια της ημέρας -
65 dingo
['diŋɡəu]plural - dingoes; noun(a type of wild dog found in Australia.) είδος αγριόσκυλου της Αυστραλίας -
66 discus
['diskəs](a heavy disc of metal etc thrown in a type of athletic competition.) δίσκος που χρησιμοποιείται στο άθλημα της δισκοβολίας -
67 divisional
[di'viʒənl]adjective (of a division: The soldier contacted divisional headquarters.) της μεραρχίας -
68 dominion
[də'minjən]1) (rule or power: There was no-one left to challenge his dominion.) εξουσία2) (a self-governing country of the British Commonwealth: the Dominion of Canada.) κτήση της Βρετανικής Κοινοπολιτείας -
69 doormat
noun (a mat kept in front of the door for people to wipe their feet on.) ψάθα της πόρτας, χαλάκι -
70 doorway
noun (the space usually filled by a door: He was standing in the doorway.) άνοιγμα της πόρτας -
71 downtown
adjective ((American) the part (of a city) containing the main centres for business and shopping: downtown Manhattan.) στο κέντρο της πόλης -
72 drop-out
noun (a person who withdraws, especially from a course at a university etc or the normal life of society.) φοιτητής που εγκαταλείπει οικιοθελώς τις σπουδές του,αρνητής της κοινωνίας -
73 editorial
[-'to:-]adjective (of or belonging to editors: editorial work/staff.) της σύνταξης -
74 elements
1) (the first things to be learned in any subject: the elements of musical theory.) στοιχεία,βασικές γνώσεις2) (the forces of nature, as wind and rain.) στοιχεία της φύσης -
75 faddish
adjective της μόδας, παροδικός -
76 Fahrenheit
['færənhæit](often abbreviated to F when written) as measured on a Fahrenheit thermometer: fifty degrees Fahrenheit (50°F). της κλίμακας Φαρενάιτ -
77 footlight
noun ((in a theatre) a light which shines on the actors etc from the front of the stage.) φως της ράμπας -
78 foreign
['forən]1) (belonging to a country other than one's own: a foreign passport.) ξένος,εξωτερικός,της αλλοδαπής2) ((with to) not naturally part of: Anger was foreign to her nature.) ξένος• -
79 foxy
1) (clever in a deceitful way: He's a foxy fellow.) πονηρός2) (like a fox: She had rather foxy features.) σαν της αλεπούς -
80 from the bottom of one's heart
(very sincerely: She thanked him from the bottom of her heart.) από τα βάθη της καρδιάς μου
См. также в других словарях:
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Τῆς ῥινὸς ἔλκειν. — τῆς ῥινὸς ἔλκειν. См. Водить за нос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τῆς παιδείας τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. — Τῆς παιδείας (ἔφη Ἀριστοτέλης) τὰς μὲν ῥίζας εἶναι πικράς, γλυκεῖς δὲ τοὺς καρπούς. См. Корень ученья горек, а плоды сладки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τῆς — ὁ lentil fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τῇς — ὁ lentil fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆς αὐτῆς κεραμείας. — См. Из одной глины … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek