Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τᾶλις

См. также в других словарях:

  • τᾶλις — marriageable maiden fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλις — άλιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. κόρη σε ηλικία γάμου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.) …   Dictionary of Greek

  • τᾶλιν — τᾶλις marriageable maiden fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • τήλις — εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. ιος και τήλη, ης, Α το φυτό τήλι, είδος τού γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο αρχ. τᾱλις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με το αρχ. ινδ. tāla «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος,… …   Dictionary of Greek

  • отава — трава, выросшая вновь после покоса; нескошенная трава на лугу под снегом , вост. русск., сиб. (Даль), укр., блр. отава, болг. отава отава, трава, подросшая после покоса , сербохорв. отава, словен. оtа̑vа, чеш., слвц. оtаvа, польск. оtаwа, в. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • таль — м. заложник , укр. таль, др. русск. таль – то же (часто; см. Срезн. III, 922), сербохорв. та̏лац, род. п. та̏оца заложник , словен. talǝc, род. п. talca. По мнению Р. Муха (WuS I, 47), родственно лат. tālea саженец, молодая веточка , греч. τᾶλις …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τηλύγετος — και τηλυγέτης, έτη, ον, Α 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ. β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • τάλιδος — τά̱λιδος , τᾶλις marriageable maiden fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tāl- —     tāl     English meaning: to grow; young animals     Deutsche Übersetzung: “wachsen, grũnen; Gewächs, junger Trieb”     Material: Gk. τᾶλις ιδος “junges mannbares girl, bride” τῆλις, εως, Ion. ιος f. “Hũlsengewächs, Bockshorn”, τηλεθάω “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»