См. также в других словарях:
ταγαίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ἐπιταγής τι ποιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγός + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
ταγαίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ἐπιταγής τι ποιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγός + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek