-
1 ταχύπτερνος
τᾰχῠ-πτερνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύπτερνος
См. также в других словарях:
ταχύπτερνος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο γρήγορος στις φτέρνες, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πτερνος (< πτέρνη)] … Dictionary of Greek