-
1 ταχυπειθής
τᾰχῠ-πειθής, ές,A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυπειθής
См. также в других словарях:
θεοπειθής — θεοπειθής, ές (AM) αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ πειθής, ταχυ πειθής] … Dictionary of Greek
ταχυπειθής — ές, ΜΑ εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.) αρχ. αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ πειθής] … Dictionary of Greek