Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τᾰχῠ-γράφος

См. также в других словарях:

  • ταχυγράφος — ο, η / ταχυγράφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γράφει γρήγορα νεοελλ. ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφώ — (Α ὀρθογραφῶ, έω) γράφω ορθά, τηρώντας τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες αρχ. καταρτίζω σχέδιο ύψους οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. ταχυ γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • σκαιογραφώ — έω, Μ γράφω με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. πλαστο γραφώ, ταχυ γραφώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»