-
1 ταχυγράφος
A shorthand writer, Lyd.Mag.3.6, Stud.Pal. 20.247.2 (vi/vii A.D.):—hence [suff] τᾰχῠ-γρᾰφέω, write shorthand, Tz.H.8.267, Eust.1607.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυγράφος
См. также в других словарях:
ταχυγράφος — ο, η / ταχυγράφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γράφει γρήγορα νεοελλ. ως ουσ. (σπάν.) στενογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γράφος*] … Dictionary of Greek
ορθογραφώ — (Α ὀρθογραφῶ, έω) γράφω ορθά, τηρώντας τους γραμματικούς και τους φθογγολογικούς κανόνες αρχ. καταρτίζω σχέδιο ύψους οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. ταχυ γραφώ] … Dictionary of Greek
σκαιογραφώ — έω, Μ γράφω με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. πλαστο γραφώ, ταχυ γραφώ] … Dictionary of Greek