-
1 ταφή
ταφή, ἡ, Leichenbestattung, Begräbniß, Grab; ἕξουσι δ' ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χϑονός, Aesch. Spt. 800; Her. 1, 24. 112 u. sonst, wie ταφῆς ἀξίας μετέχουσι Plat. Rep. V, 466 e; ταφὰς ποιεῖν, Menex. 234 b; auch im plur. von einer Bestattung, Her. 5, 63; Soph. Ai. 1090. 1109; ταφὰς ποιεῖσϑαι, Thuc. 2, 34; τὴν ταφὴν τοῠ πατρὸς οὐκ ἀπέλαβε, er erhielt kein Geld dafür, Dem. 25, 58.
-
2 ταφη
ἥ1) похороны, погребение Her.2) тж. pl. место погребения, гробница, могила Her., Soph.3) плата за погребение(ἥ τοῦ πατρὸς τ. Dem.)
-
3 ταφή
θάπτωhonour with funeral rites: aor subj pass 3rd sgταφῆι, ταφεύςburier: masc dat sg (epic ionic)ταφήburial: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 ταφῇ
θάπτωhonour with funeral rites: aor subj pass 3rd sgταφῆι, ταφεύςburier: masc dat sg (epic ionic)ταφήburial: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 ταφή
ταφή, ῆς, ἡ (θάπτω, cp. τάφος)① burial (Soph., Hdt.+; OGI 90, 32 [II B.C.]; PSI 328,2 and 5 [III B.C.]; PAmh 125, 1; PTebt 479 al.; LXX: TestJob 40:13; AssMos Fgm. k Denis p. 67; Philo, Mos. 2, 283; Jos., Bell. 4, 317, Ant. 6, 292; 9, 182; Ath. 22, 6) αἰτεῖν τὸ σῶμα πρὸς ταφήν ask for the corpse for burial GPt 2:3 (Diod S 10, 29, 1 ἵνα λάβῃ τὸ σῶμα εἰς ταφήν). δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ I will deliver up the wicked for his burial, i.e. for putting him in the grave (par. to θάνατος) 1 Cl 16:10 (Is 53:9).② burial-place (2 Ch 26:23 ἡ τ. τῶν βασιλέων; O. Joach 2, 2; 3, 2 al.; 18, 11 [I B.C.] ταφὴ ἰβίων καὶ ἱεράκων ͵α=‘a burial-place for 1,000 mummies of ibises and falcons’. In the sense ‘grave’ oft. Hdt. et al.; Dt 34:6; Mel., P. 71, 522) εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις as a burial ground for strangers Mt 27:7.—DELG s.v. θάπτω. M-M. -
6 ταφή
ταφήburial: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 ταφή
ταφή, ἡ, Leichenbestattung, Begräbnis, Grab; plur. von einer Bestattung; τὴν ταφὴν τοῠ πατρὸς οὐκ ἀπέλαβε, er erhielt kein Geld dafür -
8 ταφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταφή
-
9 ταφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταφή
-
10 ταφή
-ῆς + ἡ N 1 3-1-5-2-3=14 Gn 50,3; Dt 21,23; 34,6; 2 Chr 26,23; Is 53,9burial Dt 21,23; mode of burial Jer 22,19; burial place 2 Chr 26,23; sepulchre, grave Dt 34,6; mummy wrapping, embalming Gn 50,3Cf. WEVERS 1993, 893; →MM; NIDNTT -
11 ταφή
η погребение; похороны -
12 ταφή
погребение, похороны.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταφή
-
13 ταφή
A burial, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι, Hdt.1.24, 112: in pl., mode of burial, Id.2.85,5.8: pl. also of the burials of those who had fallen in battle,δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
; νόμοι.., οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφάς ib.52, cf. OGI90.32 (Rosetta, ii B.C.).2 pl. also, burial-place, Hdt.4.71, 5.63, S. Aj. 1090, 1109: later in sg., Sammelb.6028.2, al. (i B.C.): but σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, of the urn supposed to contain the ashes of Orestes, S.El. 1210; so in Egypt, mummy, POxy.736.13 (i A.D.), Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.), etc.; also, sarcophagus, δευτέρα τ., of a double sarcophagus, PGiss.68.7 (ii A.D.), Arch.Pap.4.133 (ii A.D.).3 payment for burial, burial-fee,τὸν τὴν τ. τοῦ πατ ρὸς οὐκ ἀπειληφότα D.25.58
;ἐνδεεῖς γενόμενοι εἰς τὴν τ. τὴν Φιλίππου PEnteux.32.6
(iii B.C.);ὑπὲρ τέλους ταφῆς μιᾶς Ostr.Bodl. ii 45
(ii A.D.). -
14 ταφή
burialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ταφή
-
15 ταφαί
ταφήburial: fem nom /voc pl -
16 ταφήν
ταφήburial: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 ταφήι
ταφῇ, θάπτωhonour with funeral rites: aor subj pass 3rd sgταφεύςburier: masc dat sg (epic ionic)ταφῇ, ταφήburial: fem dat sg (attic epic ionic) -
18 ταφῆι
ταφῇ, θάπτωhonour with funeral rites: aor subj pass 3rd sgταφεύςburier: masc dat sg (epic ionic)ταφῇ, ταφήburial: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 ταφής
ταφεύςburier: masc nom plταφεύςburier: masc nom /voc plταφήburial: fem gen sg (attic epic ionic)——————θάπτωhonour with funeral rites: aor subj pass 2nd sgταφήburial: fem dat pl (epic) -
20 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
См. также в других словарях:
ταφή — burial fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… … Dictionary of Greek
ταφῇ — θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφῆι , ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφή — η απόθεση νεκρού στο μνήμα, θάψιμο, ενταφιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
ταφῆι — ταφῇ , θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφῇ , ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαῖς — ταφή burial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαῖσι — ταφή burial fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφαί — ταφή burial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφήν — ταφή burial fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek