-
1 ταριχηρός
A of or for pickled food, τ. κεράμιον a pickling-jar, Arist.HA 534a21; τ. ὀσμαί of it, ib.19; τ. γάρος salt fish pickle, S.Fr. 606; τὰ τ., opp. τὰ πρόσφατα, Gal.6.351; κρέας τ. Chrysipp.Stoic.3.199, cf. PPetr.3p.167 (iii B.C.), Arr.An.4.21.10, Gal.15.739; φαληρίδες Cleomenes ap.Ath.9.393c.II -ηρός, ὁ, pickler,τετάρτη -ηρῶν PPetr.3p.300
(iii B.C.); ἡ σύνταξις ἡ τῶν σειτοποιῶν καὶ τῶν τ. PFay.15.4 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχηρός
-
2 ταριχευτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχευτήρ
См. также в других словарях:
φαρμακηρός — ά, όν, Α 1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο 2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ταριχ ηρός)] … Dictionary of Greek