-
1 ταριχηιη
-
2 ταριχεια
ион. τᾰρῑχηΐη ἥ тж. pl.1) засаливание, соление Arst.2) бальзамирование Diod., Luc.3) помещение для засолки рыбы, рыбосолильня Her.
См. также в других словарях:
ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… … Dictionary of Greek