-
1 ταραχή
ταραχή, ἡ, Unruhe, Verwirrung; αἱ φρενῶν ταραχαί, Pind. Ol. 7, 30; ἀδελφῶν, Entzweiung, Eur. I. A. 508; Her. 3, 126. 6, 5; Thuc. 3, 77. 5, 25; ὅτι περὶ τὰ δίκαια εἴη παμπόλλη τις ἡμῶν ταραχή τε καὶ ἀξυμφωνία, Plat. Legg. IX, 861 a; καὶ ἀπορία, Theaet. 168 a; ταραχὴν παρέχειν, Phaed. 66 d; πολλῆς ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν εἶναι τήν τοιαύτην πολιτείαν, Alc. II, 146 b; καὶ ἀνωμαλία, Isocr. 2, 6; μετὰ ταραχῆς πράγματα, 3, 31; im plur., 4, 134; Bestürzung, Schreck, τότε μάλιστα ἐν ταραχῇ τὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονε πράγματα, Dem.; Folgde; καταλύσασϑαι τὴν ταραχήν, Pol. 3, 10, 1. – Bei den Aerzten κοιλίας, Durchfall.
-
2 ταραχη
ἥ тж. pl.1) волнение(πνεῦμα καὴ τ. Arst.; ὕδατος NT.)
2) замешательство, смятение(φρενῶν Isocr.)
3) запутанность, неясность4) неурядицы, раздоры, разногласия(τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.; ταραχὰι πολιτικαί Arst.; λιμοὴ καὴ ταραχαί NT.)
-
3 ταραχή
-
4 ταραχῇ
-
5 ταραχή
ταραχήdisorder: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 ταραχή
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;τοῦ πνεύματος Id.1.46
; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205
;οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825
.2 of the mind,αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30
; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6;ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79
;τ. παρέχειν Pl.Phd. 66d
, cf. R. 602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol. 1268b4;τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230
;ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17
, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81
.4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162
, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53
;τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5
;τ. ποιεῖν τισι Th.7.86
;ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75
, cf. Isoc.6.107, etc.;εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5
;ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233
;ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138
;ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b
, cf. Isoc.3.31;τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25
, cf. D.18.18;τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81
; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr. 31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33. -
7 ταραχή
-
8 ταραχή
ταραχή, ῆς, ἡ (ταράσσω; Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol 10:29 C; TestJob, Test12Patr, EpArist, Philo, Joseph.; loanw. in rabb.) gener. in ref. to a disturbance of the usual order.① movement of someth. caused by stirring, stirring up of water which was usually quiet J 5:3 [4] v.l.② inward disturbance, perplexity, disquietude, fig. ext. of 1 (Thu., Pla., LXX; Jos., Ant. 14, 273 w. φόβος) IEph 19:2.③ upset of normal civic relations, disturbance, tumult, rebellion, fig. ext. of 1 (Hdt. et al.; OGI 90, 20; PAmh 30, 10 [II B.C.]; Mitt-Wilck. I/2, 167, 14 [II B.C.]; 3 Macc 3:24; Jos., Bell. 1, 216) pl. (Diod S 5, 40, 1 ταραχαί=confusion; Artem. 1, 17; 52 al.; TestDan 5:2; Jos., Vi. 103) Mk 13:8 v.l.—M-M. -
9 ταραχή
ἡ ταραχή замешательство, смятение -
10 ταραχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταραχή
-
11 ταραχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ταραχή
-
12 ταραχή
η1) беспорядок; волнение (тж. на море); смута;ταραχες — беспорядки;
2) перен. сильное беспокойство, волнение; душевное потрясение -
13 ταραχή
волнение, замешательство, смятение, возмущение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ταραχή
-
14 ταραχή
беспорядок, тревога -
15 ταραχή
-ῆς + ἡ N 1 0-1-9-6-11=27 JgsB 11,35; Is 22,5; 24,19; 52,12; Jer 14,19trouble, anxiety Sir 40,4; disturbance, tumult, rebellion 3 Mc 3,24; vexation Ps 30(31),21; cause of upheaval Hos 5,12; ταραχαί tumults, troubles Prv 6,14→NIDNTT -
16 ταραχή
[тарахи] ουσ θ приведение в движение, волнение, беспокойство, тревога, шум. -
17 ταραχή
1) agitation2) consternation -
18 ταραχή
1) krzątanina (f) rzecz.2) niepokój (m) rzecz. -
19 ταραχή
1) rozruch2) ruch -
20 ταραχή
1) apprehension2) frenzy3) fuss4) riot5) trepidationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ταραχή
См. также в других словарях:
ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)