-
1 ταπιτάριος
τᾰπῐτ-άριος, ὁ,A = ταπητάριος, BGU1082.2 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπιτάριος
-
2 ταπιτιοῦχος
τᾰπῐτ-ιοῦχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπιτιοῦχος
-
3 ταπιτᾶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπιτᾶς
См. также в других словарях:
ταριχάς — ᾱ, ὁ, Α πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + επίθημα ᾶς (πρβλ. ταπιτ ᾶς)] … Dictionary of Greek