-
1 τανύφυλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύφυλλος
-
2 τανύφυλλος
τανύ - φυλλος: with long or slender leaves. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τανύφυλλος
См. также в других словарях:
τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek